Με τον όρο διατασιμότητα ή ενδοτικότητα εννοείται η ευκολία (ή δυσκολία) που εμφανίζει ένα σώμα, πχ., ο πνεύμονας, το θωρακικό τοίχωμα ή το σύστημα ‘πνεύμονας+θώρακας’ να μεταβάλει τον όγκο του.
Πνεύμονες με μεγάλη διατασιμότητα μεταβάλλουν τον όγκο τους με εφαρμογή μικρής πιέσεως και, αντίθετα, οι ανένδοτοι πνεύμονες απαιτούν την εφαρμογή υψηλής πιέσεως για την ίδιου μεγέθους μεταβολή όγκου. Ως πνευμονική διατασιμότητα ορίζεται η μεταβολή του όγκου στους πνεύμονες (Cl), στο θώρακα (Cw) ή στο σύστημα (CL+CW=CRS), ανά μονάδα μεταβολής της πιέσεως, ΔV/ΔΡ. Εκφέρεται σε L(BTPS)/cm Η2Ο.
Διατασιμότητα (C)= Μεταβολή στον όγκο (ΔV) /Μεταβολή στην πίεση (ΔP)
Η σχέση μεταξύ των μεταβολών των πιέσεων που διατείνουν τις κυψελίδες (PA) και των μεταβολών των πνευμονικών όγκων, έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της φυσιολογίας της αναπνοής (à264). H πίεση που διατείνει τις κυψελίδες ονομάζεται διαπνευμονική πίεση (à1028), που ισούται με την πίεση στην τραχεία μείον την κυψελιδική πίεση. Πρόκειται δηλαδή για τη διαφορά πιέσεως στα όρια του τραχειοβρογχικού δένδρου.
Εφ΄όσον ο πνεύμονας είναι ελαστικό όργανο, η μεταβολή της πιέσεως που δαιτείνει τις κυψελίδες είναι ίση και αντίθετη με την πίεση ελαστικής επαναφοράς κι επομένως, ισχύει:
Διατασιμότητα (C) = Μεταβολή στον όγκο (ΔV)/ Μεταβολή στην πίεση ελαστικής επαναφοράς(ΔP)
Η PA δεν μπορεί να μετρηθεί απ΄ευθείας, αλλά είναι ταυτόσημη με την πίεση στην τραχεία, στην αρχή και το τέλος κάθε αναπνευστικού κύκλου, όταν έχει μηδενισθεί η ροή αέρος από/προς τις κυψελίδες, ενώ η γλωττίδα παραμένει ανοικτή. Kάτω από τις συνθήκες αυτές, η υπεζωκοτική πίεση είναι ίση με τη διαπνευμονική πίεση.