Η ενδοτικότητα του συστήματος, CRS, εκτιμάται από τη στατική πίεση που απαιτείται για να προκληθεί μεταβολή όγκου από το επίπεδο της FRC. Μετριέται με την καταγραφή εθελούσιας μικρής μεταβολής του πνευμονικού όγκου, με την εκτέλεση μιας μικρής εισπνευστικής ή εκπνευστικής κινήσεως από το επίπεδο της FRC και καταγραφής της μεταβολής της πιέσεως στους αεραγωγούς που απαιτείται για τη συντήρηση της μεταβολής.
Όπως αναγνωρίζεται στο σχήμα, στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους η πίεση ελαστικής επαναφοράς του θωρακικού τοιχώματος (Pw) καθίσταται αρνητική, δηλαδή, ανθίσταται σε περαιτέρω εκπνοή, λόγω της προοδευτικής κυρτώσεως του διαφράγματος (εκπνευστική θέση).
Με την πρόοδο της εισπνοής, η πίεση ελαστικής επαναφοράς του πνευμονικού παρεγχύματος αυξάνεται, λόγω της εκπτύξεως των ελαστικών συστατικών του· η αποθηκευμένη, υπό μορφή ελαστικής παραμορφώσεως ενέργεια αποδίδεται για την πραγματοποίηση της επακόλουθης παθητικής εκπνοής. Οι σχέσεις μεταξύ των πιέσεων που δρουν στο αναπνευστικό σύστημα, σχηματοποιούνται στο σχήμα και οι μεταβολές τους στον πίνακα (à248).
Η κλίση της γραμμής που συσχετίζει τη μεταβολή του πνευμονικού όγκου, την οποία συνεπάγεται η κατά μία μονάδα μεταβολή της πιέσεως, εκφράζει τη διατασιμότητα των πνευμόνων και εκφέρεται σε μονάδες l/cm Η2Ο. Προσδιορίζει πόσο ευένδοτοι ή ανένδοτοι είναι οι πνεύμονες, το θωρακικό τοίχωμα ή ολόκληρο το σύστημα. Η πνευμονική διατασιμότητα δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται, όχι μόνο σε παθολογικές, αλλά και σε φυσιολογικές καταστάσεις, ανάλογα με τον αμέσως προ της μετρήσεως πνευμονικό όγκο και τον τρόπο που έχει προέλθει, δηλαδή εάν το σύστημα ευρίσκεται σε διαδικασία εισπνοής ή εκπνοής. Στους μικρούς πνευμονικούς όγκους, η διατασιμότητα του πνεύμονος είναι μεγάλη, εφ΄όσον απαιτείται εφαρμογή μικρής πιέσεως για να επιτευχθεί μεγάλη σε όγκο μεταβολή. Αντίθετα, στους μεγάλους πνευμονικούς όγκους, όπως κοντά στο επίπεδο της TLC, μικρή μεταβολή όγκου, συνεπάγεται μεγάλη μεταβολή πιέσεως, ώστε οι πνεύμονες είναι σχετικά άκαμπτοι.