Η διατασιμότητα αποτιμά την ελαστικότητα των πνευμόνων, του θώρακος ή του συστήματος ‘πνεύμονες-θώρακας’. Η μέση CL για ενήλικα είναι 0,2 l/cmH2O. Η μέση τιμή της CT είναι, επίσης, 0,2 l/cmH2O.
Η ολική διατασιμότητα, CTL, του συστήματος ‘πνεύμονες-θώρακας’ είναι:
1/CTL=1/CT+1/CL=0.1 l/cmH2O.
H ολική διατασιμότητα είναι μικρότερη από τη διατασιμότητα κάθε οργάνου χωριστά, λόγω των τάσεων αντεπιδράσεως των δύο οργάνων, διατασσομένων ‘εν σειρά’. Η CL εξαρτάται από τον πνευμονικό όγκο, στο τελοεκπνευστικό επίπεδο (FRC). Για τη σύγκριση της διατασιμότητας σε παθολογικές καταστάσεις, με τις αναμενόμενες φυσιολογικές τιμές, πρέπει να είναι γνωστή η FRC, σε κάθε περίπτωση.
Σχέση ροής-πιέσεως-μεταβολής όγκου, στη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου
Μετριέται στα χαμηλότερα επίπεδα της πνευμονικής χωρητικότητας, πχ., από το σημείο FRC, μέχρι το σημείο FRC+0.5l. Στο διάστημα αυτό, η καμπύλη πιέσεως-όγκου μπορεί να θεωρηθεί ευθύγραμμη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτιμάται ο λόγος CL/FRC, που κυμαίνεται μεταξύ 0,05-0,06.
Οι φυσιολογικές τιμές για τη στατική πνευμονική ενδοτικότητα κυμαίνονται σε σχετικά ευρύ διάστημα, από 0.147-0.375 l/cm Η2Ο (μέση τιμή, 0.300±0.081). Αποδίδονται από τις εξισώσεις προσεγγίσεως, συναρτήσει ύψους (σε μέτρα) και ηλικίας (σε χρόνια):
'Ανδρες |
CST=0.0024•ηλικία+0.00516•ύψος-0.677 |
Γυναίκες |
CST=0.0019•ηλικία+0.0039•ύψος-0.471 |
Διάφορα νοσήματα, όπως πχ., το πνευμονικό εμφύσημα, προκαλούν αύξηση της διατασιμότητας, ενώ άλλα, όπως η πνευμονική ίνωση, μείωση. Η αύξηση της ενδοτικότητας συνεπιφέρει, με τη σειρά της, άλλες διαταραχές. Πχ., μειώνει τη διαπνευμονική πίεση, η οποία εξασφαλίζει τη βατότητα των μικρών τριχοειδών. Η μείωση της εγκάρσιας επιφάνειας των μικρών αεραγωγών συνεπάγεται αύξηση των αντιστάσεων ροής στους πνεύμονες, διαταραχή στην κατανομή αερισμού κι ελάττωση της εκπνευστικής ταχύτητας ροής. Οι ασθενείς, πάλι, με αυξημένη ενδοτικότητα, εμφανίζουν περισσότερο διατεταμένους και αεροπληθείς πνεύμονες (πιθοειδής θώρακας) και επιπεδωμένα διαφράγματα. Η FRC αυξάνεται και η σχέση RV/TLC μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, σε επίπεδα, 0.6-0.7, που είναι διπλάσια ή τριπλάσια των φυσιολογικών, 0.2-0.3. Η αύξηση της ενδοτικότητας συνεπάγεται αύξηση της εκπτύξεως του πνεύμονος κι ελάττωση της διαπνευμονικής πιέσεως, όπως ήδη ελέγχθη. Τελικά, απολήγει σε αναπνευστική ανεπάρκεια.
Η ελάττωση της ενδοτικότητας αποτελεί, επίσης, σοβαρή διαταραχή, καθώς η εισπνοή δυσχεραίνεται και το έργο αναπνοής αυξάνεται σημαντικά.
Με την ελάττωση της ενδοτικότητας, απαιτείται μεγαλύτερη διαπνευμονική πίεση προκειμένου να προκληθεί η αυτή μεταβολή του όγκου. Επομένως, απαιτείται καταβολή ισχυρότερης προσπάθειας από τους αναπνευστικούς μύες. Η πνευμονική ίνωση που προκαλείται από διάφορα αίτια και προσβάλλει το πνευμονικό παρέγχυμα, συνεπάγεται, επίσης, ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας. Το πνευμονικό οίδημα και η αγγειακή συμφόρηση προκαλούν συνήθως υποστρεπτή ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας. Η ελάττωση του διατιθέμενου ιστού προς έκπτυξη, όπως παρατηρείται, πχ., επί νεοπλασιών ή μετά πνευμονεκτομή, συνεπάγεται ελάττωση της διατασιμότητας, παρά το γεγονός ότι η ελαστικότητα του εναπομείναντος πνεύμονος και η ειδική διατασιμότητα, CL/VA, παραμένουν σχεδόν φυσιολογικές. Η ανεπάρκεια επιφανειοδραστικής ουσίας, επίσης, προκαλεί δραστική ελάττωση της ενδοτικότητας. Ανεξάρτητα με την αιτιολογία της, η προδευτικά μεγαλύτερη ελάττωση της ενδοτικότητας συνεπάγεται την υιοθέτηση επιπόλαιης και ταχείας αναπνοής, προκειμένου να μετριασθεί το καταβαλλόμενο έργο αναπνοής.
Ο τύπος αυτός αναπνοής επιφέρει αύξηση του νεκρού χώρου, που συνεγείρει τον πνευμονικό αερισμό, προκειμένου να εξασφαλισθούν ικανοποιητικά όρια κυψελιδικού αερισμού. Η αύξηση του πνευμονικού αερισμού, παρά το μικρό VT προκαλεί περαιτέρω αύξηση του έργου αναπνοής.