Μετρήσεις της πνευμονικής ενδοτικότητας ή της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς προγραμματίζονται, συνήθως, σε ασθενείς υπό έρευνα για πνευμονικό εμφύσημα ή διάμεση ίνωση. Συνήθως, πρόκειται για ασθενείς με αυξημένη ή έκδηλα ελαττωμένη ολική πνευμονική χωρητικότητα, καθώς επίσης και ασθενείς με ελάττωση των μέγιστων ροών, στους μικρούς και μεσαίους πνευμονικούς όγκους, εφ΄όσον η ελάττωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες είναι ένα από τα κύρια αίτια μειώσεως της ροής, στο επίπεδο αυτό. Οι δοκιμασίες αυτές προγραμματίζονται, ακόμη, σε ασθενείς στους οποίους αναγνωρίζονται ακτινολογικά αερώδεις κύστεις στους πνεύμονες, προκειμένου να διαπιστωθεί, εάν η χειρουργική αφαίρεσή τους θα απολήξει σε βελτίωση του πνευμονικού αερισμού ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, οι αερώδεις κύστεις είναι αποτέλεσμα εκτεταμένου πνευμονικού εμφυσήματος. Σε μεγάλη αναλογία ασθενών με νόσους του διαμέσου ιστού, η καμπύλη πίεσεως-όγκου διαμορφώνεται σε φυσιολογικά όρια. Ο σχηματικός συντελεστής k, ευρίσκεται φυσιολογικός, σε άτομα με εντοπισμένη μετακτινική ίνωση, χορηγήσεις μπλεομυκίνης ή μετά πνευμονεκτομή. Μόνο μικρή αναλογία ασθενών εμπίπτουν στην περιοχή της σκούρας σκιαγραφήσεως του σχήματος 63, και σε αυτούς συγκαταλέγονται εκείνοι με μειωμένη διατασιμότητα. Επομένως, είναι δύσκολο να αναγνωρισθούν οι περιπτώσεις με διάχυτη ίνωση, από εκείνες με εντοπισμένη βλάβη. Έχει, όμως, σημασία, η κατά χρονική σειρά μελέτη των εκτιμήσεων της καμπύλης πιέσεως-όγκου, καθώς, με τον τρόπο αυτό, μπορεί να αποτιμηθεί η εξέλιξη της βλάβης. Η πειραματική πρόκληση πνευμονικής συμφορήσεως συνεπάγεται οριστική, αλλά μικρή μεταβολή της σχέσεως πιέσεως-όγκου και ελάττωση της ενδοτικότητας στους πνεύμονες. Το πνευμονικό οίδημα προκαλεί σημαντική ελάττωση της ενδοτικότητας, απότοκη της μειώσεως των πνευμονικών όγκων, αν και φαίνεται, ότι το διάμεσο οίδημα δεν προκαλεί μεταβολές στην πνευμονική διατασιμότητα. Η καμπύλη πιέσεως-όγκου στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, συχνά εμφανίζεται με διακριτική διαμόρφωση, καθώς αναγνωρίζονται υψηλές PST στους υψηλούς όγκους, ενώ οι στατικές πιέσεις ελαστικής επαναφοράς παραμένουν σε φυσιολογικά όρια ή ελαττώνονται στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους. Η ασυνήθης αυτή σχέση αποδίδεται στην αντικατάσταση όγκων αέρα στους πνεύμονες, από όγκους αίματος, στους υψηλούς πνευμονικούς όγκους και στην επίδραση της βαρύτητας –κατά την ορθία στάση- στην οποία προκαλείται η εισροή περισσότερου αέρα στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους. Η στατική πίεση ελαστικής επαναφοράς είναι σημαντικά ελαττωμένη, μεταξύ ασθενών με πνευμονικό εμφύσημα. Η καμπύλη πιέσεως-όγκου μετατίθεται προς τα πάνω και αριστερά (σχήμα 64). Η μέτρηση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς διάκριση των ασθενών με χρόνια ελάττωση της εκπνευστικής ροής, συνεπεία πνευμονικού εμφυσήματος, από εκείνους με αποφρακτική πνευμονοπάθεια, χωρίς πνευμονικό εμφύσημα.
Τυπικές καμπύλες πιέσεως-όγκου, φυσιολογικών ατόμων και ασθενών με αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι και οι ασθενείς με βρογχικό άσθμα, συνήθως εμφανίζουν καμπύλες πιέσεως-όγκου με μετακίνηση προς τα αριστερά. Βέβαια, μετά τη λύση του βρογχοσπάσμου, επί άσθματος, η καμπύλη πιέσεως-όγκου αποκαθίσταται, επίσης.