Βοτρύδιο

 Respiratory System DiagramΟ πνεύμονας αποτελείται από πολυάριθμες, ανατομικές μονάδες -με λειτουργική αυτονομία- που είναι πολύ μικρότερου μεγέθους, ενός λοβού ή τμήματος. Το δευτερεύον πνευμονικό λοβίδιο και το πνευμονικό βοτρύδιο, είναι η λειτουργική μονάδα του πνευμονικού παρεγχύματος, καθώς ορίζονται από έλυτρο του συνδετικού ιστού, φέρουν ανεξάρτητη λειτουργική αγγείωση και λεμφαγγεία και αδρεύονται από ίδιο βρογχιόλιο, το τελικό βρογχιόλιο.  

Το βοτρύδιο απαρτίζεται από τα αναπνευστικά βρογχιόλια, τάξεως 1, 2 και 3, τους κυψελωτούς πόρους, τους κυψελωτούς σάκκους ) και τις κυψελίδες. Ο κυψελωτός πόρος και οι πέραν αυτού κατασκευές, απαρτίζουν το πρωτεύον  λοβίδιο. Κατά τον ορισμό που έδωσε ο Muller, το βοτρύδιο εκτε'ίνεται πε΄ραν του τελικού βρογχιολίου, αρδέυεται από το αναπνευσιτκό βρογχιπόλιο 1ης τάξεως.  Είναι η μεγαλύτερη μοίρα του πνεύμονος, όλα τα ανατομικά στοιχεία της οποίας συμμετέχουν στην ανταλλαγή αερίων. Κάθε βοτρύδιο έχει διάμετρο 7-8 mm (6-10 mm).

 Εικόνα 1. Το δευτερεύον λοβίδιο είναι θεμελιώδης κατασκευή του πνευμονικού παρεγχύματος, και η κατανόηση του είναι ουσιώδης, για τη διερεύνηση των σε λεπτές τομές, παραγομένων εικόνων μέσω της αξονικής τομογραφίας.

εικόνα 2

Image not available.

Όπως ορίστηκε από τον Miller (1) το δευτερεύον λοβίδιο αντιστοιχεί με την μικρότερη μορφολογική μονάδα του πνεύμονος και οριοθετείται κατά μήκος της περιμέτρου του από έλυτρο συνδετικού ιστού.

εικόνα 3.

Κάθε λοβίδιο αποτελείται από ένα λοβιδιακό βρογχιόλιο, με τοίχωμα, πάχους 0.15 mm, που συνοδεύεται από περιφερικό αρτηρίδιο, τυπικής διαμέτρου 1 mm. Στην περιφέρεια του δευτερεύοντος λοβιδίου, εντοπίζονται πνευμονικά φλεβίδια και λεμφαγγεία (). βλέπε: περιβρογαγγειακό έλυτρο)

Το πνευμονικό βοτρύδιο είναι μικρότερο του δετερεύοντος βοτρυδίου. Το δευτερεύον βοτρύδιο ορίζεται από το τελικό βρογχιόλιο (δες φωτο παραπάνω), που είναι ο ακροτελέυτιος κλάδος αμιγούς αεραγωγού. και αολουθείται από τα 1ης ράξεως αναπνευστικήα βρογχιόλια (δες το κλασικό άρθρο των Reid  και Simmon, Thorax 1958,  και, επίσης, ►, Miller WS. The lung. Springfield, Ill: Thomas, 1947; 162–202, Heitzman ER. The lung: radiologic-pathologic correlations. St Louis, Mo: Mosby, 1984)

βλέπε: αεραγωγοί, κεντροβοτρυδική βλάβη

εικόνα 3. Δευτερεύον (ή δευτερογενές λοβίδιο) αποτελείται από περισσότερα βοτρύδια και διακρίνεται επειδή αφορίζεται από διαφραγμάτια, από συνδετικόμ ιστό. ΤΑ διαφραγμάτια αυτά δεν είναι ορατά στην HRCT, αλλά μπορεί να ακταστούν ορατά σε παθολογικέ ςκατάστάσεις, όταν εμπλουτισθούν με νερό ή σημαντική αύξηση των κολλαγονικών ινών. Τ ο δευτερεύον λοβίδιο απαρτίζεται από 3-14 βοτρύδια (8)

διάμεσος ιστός του πνεύμονος

Η ακριβής διερεύνηση της (HR)CT πνεύμονος μεσοθωρακίου προϋποθέτει λεπτομερή γνώση της ανατομίας του πνβευμονικού παρεγχύματος και του τραχειοβροχγικού δένδρου και τις παθολογικές αλλοιώσεις που συνεπάγονται οι διάφορες πνευμονοπάθειες (&). Ο πνεύμονας υπoστηρίζεται από ένα δίκτυο ινών συνδετικού ιστού που ονομάζεται διάμεσος (συνδετικός) ιστός του πνεύμονα. Παρ΄όλο ότι ο διάμεσος συνδετικός ιστός του πνεύμονος δεν είναι, φυσιολογικά, ορατός στην CT επί υγιών, η πάχυνσή του αναγνωρίζεται συχνά. Για διαγνωστικούς, αλλά και εκπαιδευτικούς λόγους, ο διάμεσος ιστός του πνεύμονος διακρίενται σε διάφορες μοίρες (εικ. 2). Ο περιβρογχαγγειακός διάμεσος χώρος είναι ένα σύστημα συνδετικών ινών που περιβάλλει τους βρόγχους και τις πνευμονικές αρτηρίες (περιβρογχικό έλυτρο). Στις περιπυλαίες περιοχές, το βρογχαγγειακό έλυτρο σχηματίζει ένα δυνατό νάρθηκα συνδετικού ιστού που περιβάλλει τους μεγάλους αεραγωγούς και τα αγγεία. Η περιφερική επέκταση του συστήματος αυτού ινών που συνσχετίζεται, τελικά, με τα μικρά κεντροβοτρυδιακά βρογχιόλια και τα αρτηριόλια μπορεί να ονομαστεί κεντροβοτρυδιακός διάμεσος ιστός. Από κοινού, το περιβρογχικό έλυτρο και ο κεντροβοτρυδιακός διάμεσος ιστός απαρτίοζουν τον διάμεσο ινώδη άξονα που παριστά τον φέροντα οργανισμό του πνευμονικού παρεγχύματος, που περιγράφτηκε από τον Weibel, το οποίο εκτείνετι περιφερικά, από την πύλη προς τους κυψεκωτούς πόρους και σάκκους.
Ο υποπλεύριος διάμεσος ιστός έγκειται εσωτερικά του σπαλγχνικού υπεζωκότα και περικλείει τους πνεύμονες  με ινώδη χιτώνα από τον οποίο τα διαφραγμάτια από συνδετικό ιστό διεισδύουν μέσα στο πνευμονικό παρέγχυμα. Στα διαφραγμάτια αυτά ανήκου και τα περιλοβιδιακά διαφραγμάτια. Στο υπολεύριο διάμεσο ιστό και τα διαλοβιδιακά διαδραγμάτια αποτελούν τμήματα του συνδετικο΄πυ συστήματος, όπως το περιέγραψε ο Weibel (1). Ο ενδολοβιδιακός διάμεσος ιστός, επραιτέρω, είναι προεσεκβολές του διάμεσου ιστού, εντός του βοτρυδίου, που σχηματίζουν τα τοιχώμαστα των κυψελίδων, και, έτσι, καλύπτουν τα χάσμα μεταξύ του κεντροβοτρυδιακού διάμεσου ιστού στο κέτρο του βοτρυδίου (λοβιδίου) και του περιλοβιδιακού διάμεσου ιστού.
Από κοινού το ο περιλοβιδιακός διάμεσος ιστός, τα βρογχαγγειακά έλυτρα και ο κετροβοτρυδιακός διάμεσος ιστός σχηματίζουν ινώδη σκελετό  του πνευμονικού παρεγχύματος.




βλέπε: Σχετική δυναμική των συστατικών των ΡΜ10 στην πρόκληση φλεγμονής και ο ρόλος του οξειδωτικού stress.


βιβλιογραφία
1.Miller  WS, Charles  C;  The Lung 1947 Springfield, IL Thomas Ltd 39-42