βιβλιογραφία
πρότυπα ακτινολογικών ευρημάτων
όρος |
περιγραφή |
πνεύμων τελικού σταδίου. Το τελικό στάδιο στην εξέλιξη μιας παθήσεως, συνήθως χαρακτηρίζεται από ίνωση, διαλύσεως των κυψελίδων, βρογχιολεκτασίες, και διάπσαση της φυσιολογικής αρχιτεκτονικής του πνευμονικού παρεγχύματος. |
Γενικά, ως 'πνεύμων τελικού σταδίου' θεωρείται επί υπάρξεως εικόνας μελιττοκηρύθρας, εκτεταμένες κυστικές αλλοιώσεις, και νησίδες ινώσεως |
βοτρύδιο |
βλεπε: βοτρύδιο |
βοτρυδιακά οζίδια |
οζίδια αεροχώρων |
πάχυνση ενδολοβιδιακών διαφραγματίων. Πάχυνση του ενδολοβιδιακού διάμεσου ιστού, που απολήγει σε δικτυώδη εικόνα του πνευμονικού παρεγχύματος (mesh like appearance of lung parenchyma), είναι πορώιμο σημείο της πνευμονικής ινώσεως σε ποικιλία πνευμονοπαθειών, και μπορεί να αναγνωρίζεται σε καταστάσεις με πνευμονική διήθηση, όπως επί πνευμονικού νοιδήματος ή αιμορραγίας. | το δίκτυο του διαμέσου ιστού, στον πνεύμονα, υποστηρίζει τις λεπτές κατασκευές του πρωτεύοντος και δευτερεύοντος λοβιδίου. Αποτελείται από τις διαφραγματικές ίνες που περιέγραψε ο Weibel (4,5) |
οζίδια. Εστιακή, στρόγγυλη σκίαση, ποικίλλοντος μεγέθους, που μπορεί να είναι σαφώς ή σαφώς αφορισμένη. Συνήθως διακρίνονται ως μικρά (διαμέτρου<1cm) ή μεγάλα (διαμέτρου >1cm), Τα μικροοζίδια περιγράφουν οζίδια, διαμέτρουν <7 mm. Ως προς την κατανομή τους διακρίνονται σε [α] τυχαίας κατανομής, [β] περιλεμφαγγειακά και, [γ] κεντροβοτρυδιακά. | |
οζίδια αεροχώρου (Airspace nodule). Μικρή, οζώδης σκίαση (μερικά mm-1 cm), που εντοπίζονται σε αθενείς με με παθήσεις των αεροχώρων. Παριστούν εστιακές περιοχές περιβρογχιολικής φλεγμονής ή πυκνώσεως αεροχώρων. Τυπικά, είναι ασαφώς αφορισμένα, και συχνά έχουν κεντροβοτρυδιακή κατανομή.
|
Η HRCT δεν έχει την ικανόττηα να διακρίνει τα οζίδια που αποτελούν αποφράξεις αεροχώρων από εκείνα που αποτελούν διογκώσεις του διάμεσου συνδετικού ιστού. Γι αυτό, ονομάζονται και βοτρυδιακές σκιάσεις ή βοτρυδιακά οζίδια. |
διάμεσα οζίδια (Interstitial Nodule). Μικρό οζίδιο, συνήθους διαμέτρου από μερικά mm μέχρι 1 cm που εντοπίζεται στο διάμεσο χώρο, σαφώς αφοριζόμενο και διακρίνονται, ακόμη και εάν είναι πολύ μικρά. | διάμεσα οζίδια επί σαρκοειδώσεως. Εδώ, είναι περιλαμφαγγειακά, διαφραγματικά και περιβρογχαγγειακά. |
παγίδευση αέρος. Παθολογική συγκράτηση του αέρος ενός του πνεύμονος ή μοίρας του πνεύμονος, ως αποτέλεσμα αποφράξεως των αεραγωγών ή διαταραχών στη πνευμονική διατασιμότητα.Ορίζεται ως παραμονή διαυγών μοιρών του πνευμονικού παρεγχύματος κατά την εκπνευστική του απεικόνιση. Είναι μείωση της φυσιολογικά αναμενόμενης μειώσεως της ακτινολογικής πυκνότητας μοιρών ή ολοκλήρου λοβού (-ών). |
σε εισπνοή σε εκπνοή Η παγίδευση αέρος είναι δύσκολο να διακριθεί στις εισπνευστικές λήψεις. Εάνα ναγνωρίζεται εισπνευστική ανομοιογένια του παρεγχύματος, σε αθενείς παθήσεις των αεραγωγών, συνήθως αναφέρεται ως εικόνα μωσαϊκού |
βρογχιεκτασίες. Διάχυτη ή εντοπισμένη διάταση βρόγχων συνηθως οφειλόμενη σε χρόνια φλεγμονή ή ενδοβρογχικό όγκο, ενδοβρογχική ενσφήνωση, σύμφυτες διαμαρτίες, και ίνωση (=εξ έλξεως νρογχεκτασέις). Είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί η, κατά τον ορισμό προϋπόθεση ότι οι βλάβες πρέπει να είναι μη αναστρέψιμες, εκτός και εάνδ ατίθενται σειρά εξετάσεων. ⇒ |
Οι βρογχεκτασίες διακρίνονται σε τρεις τύπους: [α] κυλινδρικές, [β] κιρσοειδείς και, [γ] κυστικές.Εκτός της βρογχικής διατάσεως, διαπιστώνεται επιπλέον η πάχυνση των τοιχωμάτων των βρόγχων, η ενδοβρογχική κατακράτηση υγρού και ανωμαλίες των μικρών αεραγωγών. |
βρογχιολεκτασίες.Είναι απότοκες παθήσεων των αεραγωγών ή πνευμονικής ινώσεως (εξ έλεξεως βρογχιολεκτασίες). Παρατηρείτια κατά ληψη από υγρό ή αέρα των αυλών των βρογχιολίων. Τα κατειλημμένα από υγρό, διεσταλμένα βρογχιόλια συνήθως περιγράφονται με χρήση των όρων κατάληψη βρογχιολίων ή tree-in-bud (21,21,23,24,25,26), |
ή μπορεί αν διακρίνονται ως κεντροβοτρυδιακές οζιδιακές σκιάσεις. Είναι αποτέλεσμα παθήσεων των αεραγωγών. εκτός από τις εκτεταμένες βροχγεκτασίες αναγνωρίζεται κατάληψη των βρογχιολίων (:βρογχιολιεκτασίες0 επία σθενούς με αλλεργική βρογχοκυψελιδική ασπεργίλωση) |
Αερώδεις κύστεις. Σαφώς αφοριζόμενη εμφυσηματική περιοχή της οποίας η διάμετρος είναι >=1 cm, και το πάχος του τοιχώματός τους είναι, συνήθως <1 mm. Για να τεθεί ο ορισμός των αερωδών κύστεων πρεπει να υπάρχουν και άλλα ευρήματα εμφυσήματος. ΟΙ παραδιαφραγματικές φυσαλίδς είναι αποτέλεσμα παραουλώδους εμφυσήματος. |
Α. φυσαλίδες, Β. σχηματική αναπαράσταση αεριωδών κύστεων Γ. παραουλώδες εμφύσημα |
κύστεις. Μγ ειδικός όρος που περιγράφει την παρουσία λεπτοτοιχωματικών (συνήθως<3mm), επιθηλιακής ή ινώδους κατασκευής, καλώς αφοριζόμενων, βλαβών που εμπεριέχουν αέρ ή υγρό, συνολικής διαμέτρου >1 cm. Ο όρος κύστις, επίσης, μπορεί να χρησιμοποιείται επί διεσταλμένων βρόγχων, βρογχιολίων, επί κυστικών βρογχεκτασιών, αν και ο τελευταίος όρος πρέπει να προτιμάται. |
Εντοπίζονται σε ασθενείς με ισιτικύτωση Χ, λεμφαγγειολειομυ- ομάτωση, σαρκοείδωση, και λεμφοκυτταρική διάμεση πνευμονία (1,2,35,36,37,40). Η διαφορά τους από την μελιττοκηρύθρα είναι ότι περιβάλλονται από πνευμονικό παρέγχυμα.Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποείται προκειμένου να περιγραφοπύν περιθοχές υπερδιαφάνειας στο πνευμπονικό παρέγχυμα, περίπτωση για την περιγραφή της οποίας προτιμάται ο όρος φυσαλίς ή αερώδης κύστις
|
κυστικές βρογχεκτασίες |