Πνευμονικές αποτιτανώσεις

Οι πνευμονικές αποτιτανώσεις είναι εναποθέσεις ασβεστίου στους πνεύμονες συνδεέονται με ποικιλία παθολογικών εκτροοπών και μπορεί να είναι μεταστατικές (εδραζόμενες επί υγιούς πνευμονικού ιστού), ή δυστροφικές (επί πνευμονικού ιστού που έχει ήδη υποστεί αλλοιώσεις).

Οι πνευμονικές αποτιτανώσεις είναι σπάνιες και σχετικά αθόρυβες και προκαλλούνται από ποικιλία παθολογικών καταστάσεων, μεταξύ των οποίων η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια οι λοιμώξεις, η καρδιακή ανεπάρκεια και η πνευμονική αμυλοείδωση. Υπάρχουν, εντούτοις, καταστάσεις, όπως η υπερασβεστιαιμία, η υπερφωσφαταιμία, η αλκάλωση και η κευψελιδική βλάβη, που προδιαθέτουν σε αποτιτανώσεις.

 

αίτια πνευμονικών αποτιτανώσεων

μετστατικές αποτιτανώσεις -

επί καλοήθων παθήσεων

χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και αιμοδιάλυση
ορθότοπη μεταμόσχυση ήπατος
πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
υπερβολική λήψη ασβεστίου και ανιτόξινων (σύνδρομο milk alkali)
υπερβιταμίνωση D
οστεροπέτρωση
δυσμορφική οστεΐτις (Νόσος Paget)
μεταστατικές αποτιτανώσεις επί κακοήθων παθήσεων
καρκίνωμα παραθυρεοειδών
πολλαπλούν  μυέλωμα
λέμφωμα/λευχαιμία
πλακώδες νεόπλασμα του υποφάρυγγος
καρκίνωμα μαστού
χοριοσάρκωμα
δυστροφικές αποτιτανώσεις -κοκκιοματώδεις παθήσεις
ιστοπλάσμασωση
κοκκιοειδομύκωση
φυματίωη
σαρκοείδωση
δυστροφικές αποτιτανώσεις - ιογενείς λοιμώξεις

μετ-νεμοευλογική πνευμονία

ευλογιά

   

 

επί καρδιακής ανεπάρκειας

επί χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

μεταστατικές αποτιτανώσεις, επί νεφρικής ανεπάρκειας υπο αιμοκάθαρση

Οι μεταστατικές πνευμονικές αποτιτανώσεις συνδέονται με ποικιλία καλοήθων και κακοήθων παθήσεων. Η επίπτωσή τους σχετικά μικρή. Από τιε συχνότερες, επί νεφρικής ανεπάρκειας/αιμοδιαλύσεως, που αναγνωρίζονται στο 60-70% των ασθενών υπό αιμοκάθαρση (&, &). Το ασβέστιο στους ασθενείς αυτούς εδράζεται στην κυψαλιστριχοειδική βασική μεμβράνη, στα βρογχικά τοιχώματα, κια στο μέσο χιτώνα των βρογχικών αρτηριών.

Η ιστοπαθολογική εικόνα πνευμονικής μεταστατικής αποτιτανώσεως, επί ασθενούς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό αιμοκάθαρση. Σημειώνεται (βέλη) ότι οι αποτιτανώσεις εδράζονται στο παχυσμένο ινοπαραγωγικό διάμεσο ιστό, των πνευμόνων (χρώση με αιμοταξυλίνη και ηωσίνη Χ100).

Όπως φαίνεται στην εικόνα, συντρέχει και ινοπαραγωγικός διάμεση ίνωση, που προάγει σε περιοστιστικό σύνδρομο (&&). Το φωσφορικό ασβέστιο, παριστά παριστά το βασικό μεταλλικό άλας που στις μεταστατικές αποτιτανώσεις επί νεφρικής ανεπάρκειας υπό αιμοκάθαρση.

αποτιτανώσεις συνδεόμενες με κοκκιωματώδεις παθήσεις

Μικροβιακές λοιμώξεις που προκαλοπύν κοκκιωμάτώδεις παθήσεις μπορεί ν απολήγουν σε σειρά δυστροφικών αποτιτανώσεων, όπως επί λοιμώξεων από capsulatum, περιλαμβανομένης της βρογχολιθιάσεως, μεσοθωρακικού κοκκιώματος, και μονήρους ή πολλαπλής ιστοπλασμώσεως (&, &). Αποτιτανώσεις οφειλόμενες σε C. immitis είναι σπάνιες. Η φυματίωση παράγει σειρά παραλλαγών απιτιτανώσεων. Δυσροφικέ ςαποτιτανώσεις μπορεί να εμφανίζονται στο παρέγχυμα στους μεσοθωρακικούς λεμφαδένες, και σε ινοζ΄δεις περιοχές του παρεγχύματος. Διάχυτες οζώδεις  αποττιτανώσεις του πνεύμονος μπορεί να ακολουθήσουν θεραπεία μετά αιματογενή διασπορά (κεγχροειδής φυματίωση) (&). Σε ένα μοντέλο ταχείας, πειραματικής, αναπτύξεως φυματιώσεως, παρατηρείται ανάπτυξη κοκκιωματώδους φλεγμονής χωρίς τυροειδποποίηση, ενώ την παρουσία τυροειδοποιήσεως συνοδεύει έντονη παρουσία φωσφορικών, στα κέντρα των νεκρωτικών περιοχών. Κλινικώς, οι απιτιτανώσεις επί φυματιώσεως ενισχύουν τη θρυπτότητα των ιστών, στα χειρουργικά πεδία, αλλά, γενικά δεν έχουν δυσμενείς συνέπειες και δεν απειλούν το προσδόκιμο της επιβιώσεως.

Figureπνευμονικές αποτιτανώσεις μετά πνευμονία από ανεμοβλογιά (&)

βλέπε: πνευμονικές αποτιτανώσεις επί αμυλοειδώσεως
 

αποτιτανώσεις πνευμονικών αγγείων

Αναγνωρίσιμες αποτιτανώσεις πνευμονικών αγγείων, αν και όχι συχνές, συνήθως αποκαλύπτουν σημαντικά υποκείμενα νοσήματα. Επειδή, συνήθως παρατηρούνται σε περιοχές υψηλής ροής αίματος, εντοπίζονται στα μεγαλύτερα αγγεία (&), αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή η παθογένειά τους. Η αθηροσκλήρυνση είναι ασυνήθης στην πνευμονική κυκλοφορία, όπου η μέση αρτηριακή πίεση είναι χαμηλή (&). Για να αναπτυχθεί αθηροσκλήρυνση στα πνευμονικά αγγεία απαιτείται να έχει προηγηθεί αύξηση της μέσης αρτηριακής πνευμονικής πιέσεως, και επιπλέον, μια παθολογική κατάσταση που να παράγει υψηλή ροή. Αθηροσκλήρυνση μπορεί να παραητηρθεί σε περιπτώσεις από μακρού εγκατεστημένης πνευμονικής υπερτάσεως σε ασθενείς με πρωτοπαθή πνευμονική υπέρταση και σε εκείνους με συγγενείς καρδιοπάθειες (&, &, &,& ).

παρ΄όλο ότι υπάρχει περιορισμένη βιβλιογραιφκή αναφορά επί της αθηροσκληρώσεως των πνευμονικών αγγείων, η αντιστοίχιση της αθηροσκληρώσεως των πνευμονικών αγγείων με εκείνη της συστηματικής κυκλοφορίας μπορεί να οδηγήσει στα ακόλουθα συμπεράσματα.

Στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε μεταστατικές αποτιτανώσεις στους πνεύμονες με ή χωρίς οστεοποίηση. Στο διάγραμμα φαίνεται ότι παράγοντες που οδηγούν στην οστεοποίηση μπορεί, επίσης, να οδηγήσουν στην πνευμονική αγγειακή οστεοποίηση (πνευμονική αθηρωμάτωση, αθηρωμάτωση πνευμονικών αγγείων). Το διάγραμμα δείχνει ότι παράγοντες που οδηγούν (Α) μεταστατκές αποτιτανώσεις μπορούνε επίσης να επιφέρουν (Β) πνευμομνικές μεταστατικές αγγειακές αποτιτανώσεις, αν και είναι απαραίτητο να συντρέχουν πρόσθετοι παράγοντες (βλέπε κείμενο). BMP = πρωτεΐνη οστικής μορφογενέσεως, IL = ιντελευκίνη, TGF-β = παράγων-β μετμορφώσεως (:transforming growth factor-β), VEGF =αυξητικός παράγων αγγειακού ενδοθηλίου (:vascular endothelial growth factor.

Τα περικύτταρα, κύτταρα που περιβάλλουν τα πνευμονικά αγγεία, και τα οποία εμπλέκονται στην αγγειογένεση, μπορεί να μετατραπούν σε οστεοποιητικά κύτταρα (&), έχοντας, έτσι την ικανότητα να ενορχηστρώνουν την αποτιτάνωση/ασβέστωση ή οστεοποίηση των πνευμονικών αγγείων. Ο αυξητικός παράγων του ενδοθηλίου, ένα δυνητικό μιτογόνο, που εμπλέκεται στις αντιδράσεις τοπικής αγγειακής υποξίας, αποτελείμια ενδεχόμενη συσχέτιση της υπετασικής ιστικής αναδιομορφώσεως και της αποιτιτανώσεως των πνευμονικών αγγείων.

Γενικά, η αθηρογένεση, για παράδειγμα έχει θεωρηθεί παραδοσιακά, ως μεταβολική πάθηση καθώς περιγράφεται ως απόφραξη των αεραγωγών από λιπιδιακές εναποθέσεις στα τοιχώματά τους. Σήμερα πιστεύεται ότι στην παθογένεια της αθηρογενέσεως εμπλέκονται υψηλής εξειδικεύσεως βιοχημικές και μοριακές απαντήσεις με σταθερές αντεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών κυτταρικών ομάδων. ΠΑρά την απρουσία φλεγμονωδών απαντήσεων σε κάθε βήμα της παθογένειας της αθηροσκληρύνσεως από την έναρξή της μέχρι τη τελική διαμόρφωσή της, η σχέση αίτιου-αποτελέσματος των δύο αυτών εκξελίξεων (της φλεγμονής και της αθηρογενέσεως) που παραμένει  ασαφής, αναλύονται στο εντελώς πρόσφατο προτεινόμενο άρθρο (βλέπε: Inflammation and Atherosclerosis—Revisited- & ).

 

βιβλιογραφία

1.Holmes RA. Diffuse interstitial pulmonary calcification. JAMA 1974; 230:1018–1019.

2. Schwarz MI, King TE, editors. Interstitial lung disease, 3rd ed. Hamilton, Ontario: B.C. Decker; 1998

3.Wagenvoort CA, Heath D, Edwards JE. The pathology of the human vasculature. Springfield, IL; Charles C. Thomas; 1964