βλέπε: θεραπεία του άσθματος με αντι-IgE. Είναι μονοκλωνικό αντίσωμα, ανασυνδυασμένο DNA, που δεσμεύει, εκλεκτικά, την IgE (αντι IgE) και, έτσι, εμποδίζει τη σύνδεσή της με τους υποδοχείς υψηλής συγγένειας, FCeR1, με αποτέλεσμα την αναστολή της αποκοκκιώσαεως των βασεόφιλων κυττάρων και την έναρξη του καταρράκτη της αλλεργίας. Έτσι, η ισταμίνη, πχ., που απελευθερώνεται από τα βασεόφιλα, μειώνεται, κατά 90%, από την τιμή της, με αφορμή τη διέγερση με ένα αλλεργιογόνο, πριν την εφαρμογή της θεραπείας. Η δοσοεξαρτώμενη μείωση της IgE στον ορό, εμφανίζεται 1, περίπου, ώρα μετά την υποδόρια χορήγηση του φαρμάκου και διατηρούνεται χαμηλά, στο μεσοδιάστημα των δόσεων. Τα επίπεδα της IgE επανέρχωνται, εν τούτοις, στα προ της θεραπεάις επίπεδα, αλλά χωρίς να εμφανίζεται φαινόμενο αναπήδησης, στις συγκεντρώσεις IgE, μετά την έκπλυση του φαρμάκου.
φαρμακοκινητική
Μετά την υποδόρια χορήγηση, η ομαλιζουμάμπη σχηματίζει συμπλέγματα περιορισμένου μεγέθους με την IgE
δοσολογία
Όπως φαίνεται στους προηγούμενους πίνακες η κατάλληλη δόση και η συχνότητα χορηγήσεως του φαρμάκου καθορίζεται από την τιμή της IgE και το σωματικό βάρος. Η συνιστώμενη μεγίστη δόση είναι 375 mg/2 εβδομάδες, υποδορίως και ποτέ ενδομυΙκώς ή ενδοφλεβίως. Οι υποδόριες ενέσεις γίνονται στην περιοχή του δελτοειδούς στον βραχίονα.
Ενδείκνυται σε περιπτώσεις με θετικές δοκιμασίες δερματικής ή βρογχικής προκλήσεως ή θετικά rast tests για αλλεργιογόνα. βλ.: ανοσοσφαιρίνες στις παθήσεις του αναπνευστικού|η ΙgE στη διαχείριση του άσθματος|