σύνοψη |
---|
Ορμονικοί και φυσιολογικοί παράγοντες ενοχοποιούνται για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ άσθματος εγκυμοσύνης. Οι ρόλοι τους είναι ατελώς κατανοητοί. Λόγω των απειλητικών για τη ζωή της εγκύου και του εμβρύου, το άσθμα στην εγκυμοσύνη αντιμετωπίζεται όπως στις μη εγκύους.
Η κλινική μπορεί του άσθματος, κατά την εγκυμοσύνη ποικίλλει καθώς το 1/3 των εγκύων ασθματικών εμφανίζουν βελτίωση, το 1/3 σταθερότητα και το υπόλοιπο 1/3 επιδείνωση. Ο κίνδυνος επιδεινώσεως του άσθματος είναι μέγιστος, αμέσως μετά τον τοκετό, αλλά σύντομα επιστρέφει στα προ της συλλήψεως επίπεδα. Για την επιδείνωση του άσθματος κατά την εγκυμοσύνη ενοχοποιούνται μεταβολές στην απαντητικότητα των β2-αδρενεργικών υποδοχέων και τη φλεγμονή που επάγεται από τα υψηλά επίπεδα κυκλοφορούσης προγεστερόνης, ως πιθανές εξηγήσεις για τις επιδράσεις της εγκυμοσύνης στο άσθμα.
Στη θεραπεία περιλαμβάνονται εισπνεόμενα κορτικοειδή. Τα αντιλευκοτριενικά, μπορεί να έχουν, επίσης, ένα ρόλο. Θεραπεία διασώσεως, με β2-διεγέρτες χορηγείται και, εφόσον απαιτείται, πρέπει να χορηγούνται από του στόματος κορτικοειδή, στις οξείες παροξύνσεις. Από του στόματος κροτικοειδή και θεοφυλλίνη ενέχονται για προώρη διακοπή ή επιπλοκές στο έμβρυο. Λόγω των δυνητικών δυσμενών επιδράσεων της υποξαιμίας στη μητέρα και το έμβρυο, η εγκυμοσύνη πρέπει να παρακολουθείται συστηματικά, με σπιρομέτρηση, οξυμετρία και γυναικολογική υπερηχογραφία ►.
|
βλέπε άσθμα και εγκυμοσύνη.
Γενικά ισχύει ότι το άσθμα επιδεινώνει την εγκυμοσύνη και η εγκυμοσύνη επιδεινώνει το άσθμα, ιδιαίτερα, το μερικώς ελεγχόμενο. Πιστεύεται ότι το 1/3 των εγκύων βιώνουν επιδείνωση του άσθματός τους, κατά την εκυμοσύνη, στο 1/3 βελτιώνεται και στο 1/3 παραμένει ανεπηρέαστο, από την εγκυμοσύνη (►, ►). O κίνδυνος παροξύνσεως είνια μέγιστος μετά τον τοκετό, αλλά, γανικά, το άσθμα, επιστρέφει σύντομα στο σύνηθες επίπεδο βαρύτητάς του. Φαίνεται ότι τα πολύ αυξημένα επίεπδα κυκλοφορούσης προγεστερόνης ευθύνονται για την α΄πυξηση της απαντητικότητας των β2-υποδοχέων και της βαρύτητας της φλεγμονής των αεραγωγών.
Η βιβλιογραφία βρίθει δημοσιεύσεων επί του κινδύνου να γεννηθούν λιποβαρή (<2500 Kgs) ή πρόωρα παιδιά, και του κινδύνου επιπλοκών, όπως η προεκλαψία, ιδίως, επί εγκύων-ασθματικών, οι οποίες δεν θεραπεύονται με επαρκείς δόσεις εισπνεόμενων στεροειδών. Η κύηση θήλεος μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω έξαρση των προαναφερομένων.
Αλλά και η εγκυμοσύνη ασκεί δυσμενείς επιδράσεις στην πορεία του άσθματος. Ο κίνδυνος εμφανίσεως παροξύνσεως άσθματος, μπορεί να είναι κατά 50% αυξημένος σε εγκύους με σοβαρό άσθμα, γεγονός που περαιτέρω αυξάνει τον κίνδυνο δυσμενούς εκβάσεως, ιδίως, λιποβαρούς νεογνού και προώρου.
Οι υπεύθυνοι μηχανισμοί μεταβολών στο άσθμα με την εγκυμοσύνη ή μεταβολών της εκβάσεως της εγκυμοσύνης, λόγω του άσθματος, δεν έχουν μελετηθεί εμβριθώς, αλλά είναι ενδεχόμενο ότι η φλεγμονή, ως υπόστρωμα της εγκυμοσύνης και του άσθματος (φαινότυπος Th2), μπορεί να εισφέρει στη μείωση του σωματικού βάρους του εμβρύου, μέσω αλλοιώσεων στη λειτουργία του πλακούντος. Πράγματι, έχουν επισημανθεί αυξημένες συγκεντρώσεις βιοδεικτών φλεγμονής, όπως ο υποδοχέας του ενεργοποιητή του παλσμινογόνου, η CRP, οι κυτοκίνες IL-5 και- 6, όπως διακρίνεται στο παρακάτω διάγραμμα (►).
εικόνα 1. HNP – υγιής, μη έγκυος, HP – υγιής έγκυος, ANP – ασθματική μη έγκυος,AP – ασθματική έγκυοςCRP – C-αντιδρώσα πρωτεΐνηsuPAR – διαλυτός υποδοχέας πλασμινογόνου ουροκινάσης, IL-6 – ιντερλευκίνη-6, ap<0.05 vs. HNP, bp<0.05 vs. HP and cp<0.05 vs. ANP.
Ο πλήρης έλεγχος του άσθματος, αποσκοπώντας στην ελαχιστοποίηση των φλεγμονωδών διεργασιών, κατά την εγκυμοσύνη, και η προφύλαξη από τις παροξύνσεις, είναι απαραίτητη και εισφέρει βέλτιση προστασία στις εγκύους και τα έμβρυα..
επίπτωση άσθματος, μεταξύ των εγκύων
Η επίπτωση του άθματος μεταξύ των εγκύων αυξάνεται, προοδευτικά (► -ο κίνδυνος υπερχολερυθριναιμίας αυξάνεται επί ασθματικών εγκύων, ►- το άσθμα των εγκύων αυξάνει τον κίνδυνο παροδικής ταχύπνοιας των νεογεννήτων, ►-η επίπτωση του άσθματος, κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να είναι μεγαλύτερη, από τις αρχικές εκτιμήσεις, και βαίνει αυξανόμενη).
Η επίπτωση του άσθματος στις εγκύους των ΗΠΑ έχουν ως ακολούθιως:
διαχρονικές διακυμάνσεις της επιπτώσεως του άσθματος στις εγκύους ΗΠΑ (►) | |
---|---|
1988-1994 | 1997-2001 |
3.2% | 3.7-8.4% |
Αυστραλία | |
1995 ιστορικό άσθματος | 1995 παροξύνσεις/χρήση αντιασθματικών κατά την εγκυμοσύνη |
12.4%
|
8.8%
(Kurinczuk JJ, Parsons DE, Dawes V, Burton PR. The relationship between asthma and smoking during pregnancy. Women Health 1999;29:31–4
|
Παρά τα αντικρουόμενα αποτελέσματα αναδρομικών και προοπτικών μελετών, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εγκυμοσύνη, επιδρά συχνότερα δυσμενώς, στην εξέλιξη της φυσικής ιστορίας του άσθματος και το άσθμα ασκεί δυσμενείς επιδράσεις στην ομαλή πρόοδο της εγκυμοσύνης. Το φύλο του κυήματος εμπλέκεται στην επιδείνωση (θήλεα) ή βελτίωση (άρρενα) των αντεπιδράσεων αυτών.
Ειδικότερα, το μητρικό άσθμα που απαιτεί νοσηλεία, λόγω επιδεινώσεως κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, ή το άσθμα που δεν αντιμετωπίστηκε με χορήγηση κορτικοειδών, αυξάνει τον κίνδυνο γεννήσεως λιποβαρών παιδιών. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πρόωρου τοκετού, προέρχεται από την ανάγκη χορηγήσεως από του στόματος κορτικοειδών και θεοφυλλίνης. Η ατοπία δεν έχει επαρκώς μελετηθεί ως παράγων σχετικού κινδύνου. Αναγκαιοί περαιτέρω μελέτη, για τη διερεύνηση των μηχανισμών στη μητρική και εμβρυϊκή φυσιολογία, που οδηγούν σε μεταβολές του μητρικού άσθματος κατά την εγκυμοσύνη, και προκαλούν προωρότητες, μείωση του βάρους γεννήσεως, καθυστέρηση της αναπτύξεως και προεκλαμψία.
θεραπευτικές επισημάνσεις στο άσθμα και την ατοπία
Όπως έχουμε, ήδη, επισημάνει, αναγνωρίζονται ευδιάκριτες διαφορές στην επίπτωση του άσθματος και της αλλεργίας, με προτίμηση τα αγόρια πριν την εφηβεία (&, &) και τις γυναίκες μετά απ΄αυτή και, ιδίως, κατά την αναπαραγωγική περίοδο της ζωής τους.
εικόνα 2. Η επίπτωση του άσθματος, καθ΄ομάδες ηκλικιών, ανάλογα με το φύλλο.
Ως είναι επόμενο, έχουν ενοχοποιηθεί οι φυλετικές ορμόνες γι αυτή τη μεταστροφή. Όπως είναι γνωστό, η τεστοστερόνη έχει ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες, και φαίνεται ότι ασκεί προστατευτική δράση, ενώ τα φυλετικά στεροειδή έχουν προφλεγμονώδεις δράσεις και αυξάνουν την επιρρέπεια στην ατοπία.
Οι φυλετικές ορμόνες, επομένως, μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των ανοσολογικών και φλεγμονωδών διεργασιών που αποτελούν το παθογενετικό υπόστρωμα του άσθματος και άλλων ατοπικών παθήσεων, δικαιολογώντας την τρέχουσα χρήση των γλυκοκορτικοειδών (&).
Γενικά, οι θεράποντες Ιατροί πρέπει να είναι ενήμεροι με τις βασει του φύλλου διαφορές, όπως και τις διαφορές στον εμμηνορρυσιακό κύκλο αναφορικά με έξη παθήσεις: ι. άσθμα (&,&,&), ιι. αρθρίτις, ιιι. ημικρανία, iv. σακχαρώδης διαβήτης (&), v. κατάθλιψη και, vi. επιληψία. Γενικά, οι γυναίκες βιώνουν εντονότερα συμπτώματα, επισκέπτονται συχνότερα τον ιατρό τους, και καταναλώνουν περισσότερους πόρους υγείας, παρ΄ό,τι οι άνδρες (&). Παρ΄όλο ότι η αιτιολογία των διαφορών ως προς το φύλο δεν έχει πλήρως κατανοηθεί, φαίνετια ότι είναι αποτέλεσμα συνδυασμού απραγόντων, όπως βιολογικοί, φυσιολογικοί, κοινωνικοί, συμπεριφοριολογικοί, ψυχολογικοί, και πολιτισμικοί. Μεγάλη αναλογία γυναικών με άσθμα, αρθρίτιδα, ημικρανία, σακχαρώδη διαβήτη κατάθλιωψη ή επιληψία, βιώνουν επιδείνωση της παθήσεώς τους κατά την προεμμηνορρυσιακή τους περίοδο, αλλά ο μηχανισμός που συμβαίνει αυτός είναι,, ουσιωδώς, άγνωστος, αν και συζητείται ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικές καταστάσεις, λόγω των πολλών ενδογενών και εξωγενών μεσολαβητών και ρυθμιστών που εμπλέκονταισ τις προαναφερόμενες παθήσεις.
Ως μέρος της θεραπείας των εξαρτημένων από τον κύκλο παροξύνσεων των προαναφερομένων παθολογικών οντοτήτων, οι γυναίκες πρέπει να ενθαρρύνονται να διατηρούν ένα ημερολόγιο το εμμηνορρυσιακού κύκλου, στο οποίο να σημειώνουν τις διακυμάνσεις των συμπτωμάτων τους και να προβλέπουν τις εξάρσεις/παροξύσνεις και να αποφεύγουν την επίδραση προδιαθεσικών παραγόντων. Επιπλέον, πρέπει να επιχειρηθεί κυκλική ρύθμιση της φαρμακοθεραπείας και, επί αποτυχίας της πρέπει να επιχειρείται ιατρική καταστολή της ωορρηξίας με φάρμακα που απελευθερώνουν ανάλογα της γοναδοτροπίνης.
Οι ορμόνες του φύλου εμπλέκονται στον κίνδυνμο προσβολής, την επίπτωση, την παθογένεια και τη βαρύτητα διαφόρων παθήσεων στον άνθρωπο (&) και οι γυναίκες, τυπικά, είναι επιρρεπέστερες κι έχουν και εμφανίζουν βαρύτερο άσθμα, ΧΑΠ, πνευμονικό καρκίνο και άλλες πνευμονοπάθειες. Πειραματικά και επιδημιολογικά δεδομένα συνηγορούν ότι οι ορμόνες του φύλου μπορεί να έιναι σημαντικοί φυσιολογικοί ρυθμιστές και ειδικοί μεσολαβητές στους πνεύμονες, και ο ρόλος των οιστρογόνων στο άσθμα έχει τύχει ιδιαίτερης σημασίας, από την άποψη αυτή.
Πολλές γυναίκες με άσθμα βιώνουν έξαρση των ασθματικών συμπτωμάτων τους σε ορισμένες περιόδους της ζωής τους, κατά τον εμμηνορρυσιακό κύκλο ή την εγκυμοσύνη. Έχει, πράγματι, δειχθεί ότι το (PC20FEV1) μειώνεται κατά τη φολιδωτική φάση του εμμηνορρυσιακού κύκλου, στο 30% περίπου των γυναικών, συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα cAMP σε δείγματα πτυέλων, δείγμα αυξημένης βρογχικής αντιδραστικότητας, ενώ έχει δειχθει σχέση μεταξύ των συγκεντρώσεων τεστοστερόνης και του εμμηνορρυσιακού άσθματος (&). Έχει αναγνωρισθεί ότι πολλές γυναίκες με άσθμα βιώνουν σοβαρότερα συμπτώματα κατά την (προ)εμμηνορρυσιακή φάση του κύκλου τους, και, ειδικότερα, έχει δειχθεί ότι οι διακυμάνσεις των ορμονών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία του άσθματος, που απολήγει σε εξαρτημένες από τις συγκεντρώσεις των ορμονών φύλου επιδεινώσεις (&,&,&,&,&,&,&).