Η δυνητική επίδραση του φύλου του εμβρύου στο μητρικό άσθμα δεν αποτελεί κανούργια ανακάλυψη, καθώς ήδη από το 1960 είχε σχολιαστεί από τους Schaefer και Silverman, οι οποίοι επικαλέστηκαν προηγούμενες βιβλιογραφικές αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες η κύηση θήλεος εμβρύου επιδεινώνει το άσθμα, ενώ η κύηση άρρενος εμβρύου το αφήνει ανεπηρέαστο. Είσης, σχετικές αναφορές ανάγονται στο 1920 και προγενέστερα (►) .
Έχουν εκπονηθεί μελέτες, με τις οποίες επιχειρείται να προσεγγισθεί η σχέση μεταξύ του άσθματος της μητέρας, της λειτουργίας του πλακούντος και της αναπτύξεως του εμβρύου (εικόνα), οι οποίες αποφαίνονται ότι το μητρικό άσθμα επιδεινώνεται με την εγκυμοσύνη ως αποδεικνύεται με την αύξηση της χρήσεως εισπνεόμενων κορτικοειδών και με τη σημαντική αύξηση των κυκλοφορούντων μονοκυττάρων. Οι μεταβολές του μητρικού άσθματος απουσία θεραπείας με κορτικοειδή, συνδέονται με χαμηλό βάρος γεννήσεως και μεταβολές στη λειτουργία του πλακούντος. Οι συγκεντρώσεις και η δραστηριότητα του ενζύμου 11β-HSD2, ευρίσκονται ιδιαίτερα χαμηλές γεγονός που [α] επιτρέπει περισσότερο ποσοστό από το προσλαμβανόμενο κορτικοειδές από τη μητέρα να προωθείται στο έμβρυο, [β] προκαλείται αύξηση της τοπικής σχέσεως κυτοκίνης Th2:Th1 και μείωση της εκφράσεως των υποδοχέων γλυκο- και μεταλο- κορτικοειδών. Οι μεταβολές του μεταβολισμού της κορτιζόλης στον πλακούντα ενέχεται για τις παρατηρούμενες μεταβολές στο έμβρυο, τη μείωση του βάρους στην όψιμη κύηση και καταστολή του υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδικού άξονος, στο έμβρυο, όπως αποδεικνύεται από τη σημαντική μείωση της οιστριόλης στο αίμα του ομφάλιου λώρου (►►). Η βελτίωση του μητρικού άσθματος μπορεί να απολήξει σε καλύτερη έκβαση της κυήσεως.
Οι αντεπιδράσεις μεταξύ μητέρας πλακούντος και εμβρύου, επί εγκυμοσύνης επιπλακείσης με άσθμα. 11β-HSD2: 11β-hydroxysteroid dehydrogenase type 2; GR: υποδοχείς κορτικοειδών, Th2: επικουρικά Τ-λεμφοκύτταρα τύπου 2; Th1: επικουρικά Τ-λεμφοκύτταρα, τύπου 1; MR: υποδοχέας αλατοκορικοειδούς ( ►).