άσκηση στο υπο-θL WR θεωρείται ότι είναι ήπιας βαρύτητας, δεδομένου ότι τα πρωτόκολα αυτά [α] δεν είναι κοπιώδη· [β] δεν έχουν παρατεταμένη διάρκεια· [γ] ταυτοποιούνται μέσω εγκαταστάσεως ‘σσ’ (: σταθεροποιημένων συνθηκών) για καρδιοπνευμονική και μεταβολική απόκριση (εικόνα 1), αν και οι απαντήσες στις χρονικές ενότητες της κοπώσεως είναι διαφορετικές: η κατανάλωση Ο2, V̇Ο2 , φυσιολογικά αυξάνεται με χρονική σταθερά (τ) 30-40 sec., ενώ η τV̇CP είναι περί τα 50-60 secs., αντανακλώντας τις διακυμάνσεις του κλάσματος του μεταβολικά παραγόμενου CO2 από τη δραστηριότητα των μυών.
Κατά το μεταβατικό στάδιο: Ο V̇E μεταβάλλεται οριακά (τV̇E είναι 55-65 secs). Επομένως, καθώς ο τV̇E είναι σημαντικά ευρύτερος του τV̇Ο2, η PAO2 και PαO2 μειώνονται παροδικά. Αλλά λόγω της σχετικά περιορισμένης κινητικής αποδεσμεύσεως μεταξύ V̇E και V̇CO2 ή παροδική αύξηση της PaCO2 είναι δυσδιάκριτη.
Οι τιμές PAO2 και PaCO2 αποτελούν μέσες τιμές δειγμάτων αίματος κατά επανειλημμένους αναπνευστικούς κύκλους, και δίνουν τη μέση διακύμανση μεταξύ των αναπνοών. Π.χ., η τελοεισπνευστική PΕΤCO2 αυξάνεται, επειδή αυξάνεται η ροή του CO2 κατά μήκος της κλυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης, κατά τη διάρκεια της εκπνοής, (η αυξημένη μερική πίεση CO2 στο μικτό φλεβικό αίμα, Pv̅CO2, προκαλεί αύξηση στην κλίση της κυψελιδικής φάσης). Το προφίλ της διαπνοϊκής PAO2, φυσιολογικά αντικατοπτρίζει εκείνο της PaCO2 . Σε ασκούμενα υγιά άτομα, επομένως, η PΕΤCO2 είναι τυπικά υψηλότερη της PaCO2, κατά περίπου 6 mmHg ανάλογα με την τιμή της Pv̅CO2 και της διάρκειας της εκπνοής. Η PΕΤCO2 δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, επομένως, για την εκτίμηση της PaCO2 στον υπολογισμό VD/VT, οι δε προτεινόμενοι αλγόριθμοι για την εκτίμηση της PaCO2 από την PΕΤCO2 είναι μικρής αποδόσεως στους υγιείς και δεν ισχύουν σε άτομα με πνευμονοπάθειες.
Σε επίπεδα WR περισσότερο κοπιώδη, πάνω από το θL, κατά τα οποία η αύξηση του γαλακτικού οξέος, (L ̅a) και το Η+ a μπορεί να σταθεροποιηθεί ή, ακόμη, και να μειωθεί, με το χρόνο (βαρειά ένταση) η κατανάλωση Ο2 , V̇Ο2, μπορεί, επίσης, να υιοθετήσει ένα ‘σσ’, αλλά με υψηλότερη, από ό,τι θα αναμενόταν, V̇Ο2, που είναι αποτέλεσμα ενός βραδέως στοιχείου της κινητικής της V̇Ο2 που συμπληρώνει την πρώιμη απάντηση. Αυτή η πρόσθετη αύξηση απολήγει σε τιμές Δ V̇Ο2 σσ/ ΔWR στο ύψος των 14 ml/min W (ενώ σε υπο-θL η τιμή κυμαίνεται στο 10 ml/min.
Σε ακόμη βαρύτερο έργο (WR) πέρα από εκείνο που καλείται ”κρίσιμη δύναμη” (: critical power, CP) η κατανάλωση Ο2 ‘σσ’ δεν είναι εφικτή (πολύ βαρειά ένταση έργου). Κάθε πολύ βαρειά WR συνοδεύεται από μεγάλες αυξήσεις της καταναλώσεως Ο2, της V̇E, και των Η+a στα όρια της αντοχής (εικόνα 1α). Αντίθετα, το προφίλ του V̇CO2 εμφανίζεται εκθετικό (εικόνα 1α). Αυτό μπορεί έυκολα να παρερμηνευτεί, καθώς το προφίλ του συγχέει την επίδραση του αερόβιου στοιχείου με εκείνου από την ρύθμιση του HCO3̄ , το οποίο φτάνει στην αιχμή πρώιμα, κατά την μεταβατική φάση και μετά μειώνεται καθώς ο ρυθμός παραγωγής του HCO3̄ μειώνεται προοδευτικά και εκείνου από τον υπεραερισμό, που αυξάνεται αργά.
Πάνω από την CP, η κατανάλωση Ο2 αυξάνεται προς τη μέγιστη τιμή του, V̇Ο2 MAX υπό ρυθμό που είναι μεγαλύτερος, όσο υψηλότερος είναι ο WR, προοδευτικά μειώνοντας το χρόνο ανοχής στην άσκηση.
Κατά μέσο όρο, η θL σημειώνεται στο 50% της V̇Ο2 MAX με CP [περίπου στο 75%, σε ομάδες φυσιολογικών ατόμων. Αλλά τόσο η θL, όσο και η CP παρατηρούνται σε υψηλότερες καταναλώσεις Ο2 σε εξατμοκευμένες περιπτώσεις υγιών. Επομένως, δύο άτομα που ασκούνται υπό το ίδιο % V̇Ο2 MAX όπως στην εικόνα 1, μπορεί να εμφανίζουν αξιοσημείωτα διαφορετικούς τύπους απαντήσεων. Η χρήση του % V̇/Ο2 MAX ως δείκτης της εντάσεως έργου μεταξύ των ατόμων δεν είναι, επομένως, δικαιολογημένος, επαρκώς. Αντίθετα, ένα κοινό μεταβατικό προφίλ του V̇E, της ανταλλαγής αερίων στους πνεύμονες και τηςοξεοβασικής ισορροπίας στο αρτηριακό αίμα, θα μ πορούσε να χαρακτηρισθεί ως κοινή ένταση.
Εάν το όριο ανοχής στην άσκηση ενός ατόμου οριοθετείται από την ικανότητά του να αυξάνει τον V̇E όπως στους ασθενείς με ΧΑΠ, πχ., η CΡ (και η θL) παρατηρείται σε υψηλότερο %V̇Ο2 MAX παρ΄ότι στους υγιείς (εικόνα 2). Υτό απρέχει τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του V̇/Ο2 MAX σ΄ένα σχήμα ασκήσεως. Πάνω από τη CP, κάιε προοδευτικά αύξηση του WR απολήγει στο ίδιο V̇Ο2 MAX. Η παραεταμένη άσκηση αυξάνειτη CP, στους υγιείς και τους ασθενείς με ΧΑΠ. Ακόμη και εάν η εκπαίδευση εξασφαλίζει μόνο μια μικρή αύξηση του μέγιστου WR, που πετρυχαίνεται με μια αυξανόμενη δοκιμασία κοπώσεως, μικρές μεταβολές στη CP μπορεί να μεταφραστεί σε ικανή βελτίωση στη διάρκεια που μπορεί να ανεχθεί ο ασθενής σε εκείνο το κλάσμα του μέγιστου (πχ., 80%).
Ατυχώς, ενώ η CPO ως σημαντικός δείκτης που ορίζει τα άνω όρια της διαρκούσης παραγωγής δυνάμεως για αυτού του είδους την κόπωση, μπορεί, προς το παρόν να υπολογισθεί, μόνο ως εκθετική ασύμπτωτος σιεράς εξανλτητικών WR.
Εάν ένα άτομο έχει ασκηθεί εντατικά στα όρια της ανοχής του, είναι σημαντικό να προσδιορισθεί υτα διάφορα συστήματα που εισφέρουν στην παραγωγή ενέργειας έχουν φτάσει τα ότιά τους. Π.χ., εάν ο μέγιστος εθελοντικός αερισμός (MVV) που καθρίζεται σε ανάπαυση, θεωρείται ο μέγιστοπ αερισμός, V̇E, που επιτυγχάνεται, τότε η διαφορά μεταξύ αυτού και της τιμής που πραγματικά λαμβάνεται στο τέλος της ασκήσεως μπορεί να θεωψρηθείμ ότι αναπαριστά τη αναπνευστική εφεδρεία του εξεταζομένου (: breathing reserve, BR) (εικόνα 2).
Εικόνα 2.
Η τιμή αυτή μπορεί να είναι ο ή ακόμη και αρνητική σ΄ένα άτομο που ασκείται υπό βρογχοδιαστολή, είτε ως αποτέελσμα του χαμηλού MVV (όπως οι πνευμονοπαθείς) ή επειδή έχει επιτευχθεί πολύ ψηλή τιμή WR και V̇E (σε καλά ασκημένα υγιά άτομα). Επίσης, εάν η μέγιστη εκπνευστική ροή θεωρείται ότι αντανακλά τη μεγαλύτερη., πιθανή, εκπνευστική ροή, υπό έναν συηκεκριμένο πνευμονικό όγκο, τότε, πευχαίνοντας αυτή την τιμή κατά τη δια΄ρκεια της ασκήσεως δείχνει την απουσία εφεδρειών ροής.
Ομοίως, εάν ο αναπνεόμενος όγκος VT, συμφύρεται με την IC, είναι ενδεικτικό ότι δεν υπαρχουν αναπνεσυτικές εφεδρείες, ως προς τον αναπνεόμενο όγκο. Σημαντικές εφεδρείες στο καρδιακό ρυθμό, υπό συνθήκες μέγιστης ασκήσεως διακολογείται σχετικά με με την από την ηλικία προβλεπόμενο μέγιστο, αλλά΄αυτό έχει μεάλη διακύμανση. Αυτά τα αναμενόμενα μέγιστα, εν τούτοις, παρέχουν χρήσιμες αναφορές για τη διάκριση διαφόρων αιτών δυσανοχής στην κόπωση. Αντίθετα, με τα υγιή –νεαρά- οη ανεχόμενη WR από ασθενείς με πνευμονοπάθειες, διαμορφώνονται απο διάφορους παράγοντες, που είναι: