Ως καρδιακή ανεπάρκεια ορίζεται μια σύνθετη κλινική συνδρομή, η οποία αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα δομικών και λειτουργικών καρδιακών αλλοιώσεων, που ελαττώνουν την ικανότητα πλήρωσης και εξώθησης της αριστερής κοιλίας. Εκφέρεται με δύσπνοια, αίσθημα κοπώσεως, μείωση της ανοχής στην άσκηση και κατακράτηση υγρών. Η κατακράτηση υγρών οδγεί σε πνευμονικό οίδημα περιφερικό οίδημα, που επιδεινώνει την ποιότητα ζωής και την πρόγνωση. Ο όρος ”συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια” εμπεριέχει φαινόμενα υπερπληρώσεως, εκ της κατακρατήσεως και της αυξήσεως των προφοτίων, που δεν αναγνωρίζονται σε όλους τους ασθενείς, επικράτησε ο όρος ”καρδιακή ανεπάρκεια” αντί του όρου ”συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια”.
Η αριστερή κοιλία μπορεί να καμφθεί εφόσον για την προώθηση του αίματος αντιμετωπίζει υψηλές συστηματικές αντιστάσεις ή εφόσον το μυοκάρδιο αδυνατεί στην εκπλήρωση ισχυρής εξωθήσεως11. Μπορεί να εγκατασταθεί στο έδαφος ποικιλίας νοσημάτων, μεταξύ των οποίων, τα συχνότερα ταξινοιμούνται στον πίνακα 9.
απόφραξη μιτροειδούς. Οποιαδήποτε και εάν είναι η αιτία της αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της πιέσεως στον αριστερό κόλπο και τις πνευμονικές φλέβες που συνεπάγεται δύσπνοια, ορθόπνοια, παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια και πνευμονικό οίδημα.
Η αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια διακρίνεται σε:
[α] μυοκαρδιακή ανεπάρκεια
[β] κυκλοφορική ανεπάρκεια
[γ] μυοκαρδιοπάθεια
[δ] δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας |αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, συμπτώματα και σημεία|καρδιακή ανεπάρκεια|καρδική ανεπάρεια: αύξηση πνευμονικής φλεβικής πιέσεως|διάκριση μεταξύ καρδιακής και πνευμονικής αιτιολογίας δύσπνοιας|