Το διάφραγμα είναι ο βασικός μυς της εισπνοής. Λεπτός, θολωτός μυς που εισδύει στις κατώτερες πλευρές. Όταν συστέλλεται, τις πιέζει προς τα κάτω κι έξω αυξάνοντας την κατακόρυφη κι εγκάρσια διάμετρο του θώρακος και αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση. Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πιέσεως ωθεί τα σπλάγχνα προς τα κάτω κι έξω επιτείνοντας, έτσι, την αύξηση της εγκάρσιας διαμέτρου του θώρακος.
Eπειδή επαλείφεται από τοιχωματικό υπεζωκότα, όταν συσπάται παρασύρει και τις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεται μείωση της ενδοϋπεζωκοτικής πιέσεως με αποτέλεσμα μείωση της κυψελιδικής πιέσεως, και εισροή αέρος, δια της τραχείας και των μεγάλων αεραγωγών.
Κατά την ήρεμη εκπνοή, το διάφραγμα περιέρχεται σε κατάσταση παθητικής χαλάσεως, επιστρέφοντας στη συνθήκη ισορροπίας του. Η εκπνοή τελείται παθητικά, με ενέργεια που είχε αποθηκευτεί κατά την προηγηθείσα εισπνοή, ως ελαστική παραμόρφωση των ελαστικών συστατικών του πνευμονικού πατρεγχύματος, που επιστρέφουν στην κατάσταση ισορροπίας τους. Κατά τη διάρκεια εντατικής αναπνοής, όπως επί ασκήσεως, η εκπνοή μετατρέπεται σε ενεργητική διαδικασία, οι κοιλιακοί, εκπνευστικοί, μύες συσπώνται και αυξάνουν την ενδοκοιλιακή πίεση, η οποία ωθεί το διάφραγμα προς τα πάνω, εξωθώντας τον αέρα. Κατά την ήρεμη αναπνοή, το διάφραγμα κινείται 1-2 cm κατακόρυφα, αλλά κατά την άσκηση μπορεί να κινείται μέχρι και πάνω από 10 cm.
Το διάφραγμα νευρούται από το φρενικό νεύρο, που εκπορεύεται από τα νευροτόμια 3, 4 και 5.