Ως διαδικαστική καταστολή [Procedural sedation] αναφέρεται η χορήγηση βραχείας δράσεως κατασταλτικών και αναλγητικών που χορηγούν ται προκειμένου να διευκολυνθούν οι ιατροί να διενεργήσουν αποτελεσματικά ιατρικές πράξεις που προκαλούν πόνο, ευερεθιστότητα ή δυσφορία, π.χ., η απονεύρωση δοντιού ή βρογχοσκόπηση κλπ. Ο ασθενής παρακολουθείται επισταμένα προκειμένου να αποφευχθούν παρενέργειες. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ο ακατάλληλος όρο καταστολής συνείδησης;, αλλά επειδή η δραστική καταστολή συνήθως συνεπάγεται μεταβολές της συνείδησης καταλληλότερος όρος θεωρείται ο: διαδικαστική καταστολή και αναλγησία (&, &).Η the Joint Commission on Accreditation of Healthcare Organizations in the United States έχει αποφανθεί ότι μπορεί να διακριθούν 5 μορφές διαδικαστικής καταστολής: Αναλγησία: η είναι ανακούφιση από τον πόνο χωρίς να προκαλείται έντονη καταστολή. Μπορεί να παρατηρηθεί μεταβολή του επιπέδου συνείδησης ως δευτεροπαθής δράση των χρησιμοποιουμένων αναλγητικών φαρμάκων. Περιορισμένη καταστολή. Ο ασθενής αντιδρά ευχερώς σε λεκτικές εντολές,Το επίπεδο συνείδησης και η συνεργασία μπορεί να διαταχθούν, αλλά δεν διαταράσσονται ο πνευμονικός αερισμός και η κυκλοφορία. ήπια καταστολή και αναλγησία. Ο ασθενής απαντά διαλειπόντως στα λεκτικά παραγγέλματα . μέτρια καταστολή και αναλγησία. ο ασθενής αντιδρά στα λεκτικά παραγγέλματα μόνα τους ή όταν συνοδεύονται με άγγιγμα. Διατηρούνται οι προστατευτικοί μηχανισμοί των αεροφόρων οδών, όπως ο βήχας, ο πταρμός και η άπνοια, όπως και οι μηχανισμοί του καρδιαγγειακού συστήματος. βαθεία καταστολή και αναλγησία. Ο ασθενής δεν μπορεί να αφυπνιστεί εύκολα, αλλά απαντά σε ισχυρά ερεθίσματα Μπορεί να χρειαστεί βοήθεια προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι αεραγωγοί είναι βατοί και εξασφαλίζουν ικανοποιητικό αερισμό, χωρίς εξωτερική παρέμβασσηξ. Η καρδιαγγειακή λειτουργία παραμένει άθικτη. γενική αναισθησία. Ο ασθενής δε μπορεί να μεταπέσει σε κατάσταση εγρήγορσης, αλλά μπορεί να απαιτηθεί επιβεβαίωση ότι οι αεραγωγοί είναι ανοικτή και ότι διατηρείται επαρκής πνευμονικός αερισμόw, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν διαταραχές από το καρδιαγγειακό σύστημα. αποδεσμευτική καταστολή. Είναι καταστολή τύπου καταληπτικής ύπνωσης κατά την οποία ο ασθενής εμπειράται προφανή αναλγησία και αμνησία, αλλά διατηρεί τα αντανακλαστικά των αεροφόρων οδών την αυτόματη αναπνοή του, και την καρδιοπνευμονική σταθερότητα. Η κεταμίνη είναι ο ειδικός φαρμακολογικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για την επίτευξη αυτού του τύπου της διαδικαστικής καταστολής. Η κεταμίνη είναι μια φαινσυκυκλιδίνη που προκαλεί καταστολή, αναλγησία και αμνησία ενώ διατηρεί τον τόνο των ανώτερων αναπνευστικών οδών, των αναπνευστικών αντανακλαστικών και της αυτόματης αναπνοής. Λόγω της ταχείας έναρξης και σχετικά μικρής διάρκειας δράσης της και των εξαιρετικών κατασταλτικών και αναλγητικών της ιδιοτήτων χρησιμοποιείται για περιπτώσεις βραχυχρόνιων, επώδυνων επεμβάσεων, όπως η ανάταξη καταγμάτων ή τραυμάτων κλπ (&).
Η καταστολή παρέχεται ως συνεχές και η σταδιοποίησή της είναι εξαιρετικά δυσχερής (&).