Η ιστική αναδιαμόρφωση των αεραγωγών αναφέρεται σε μεταβολές που παρατηρούνται στη δομή τους, και στις οποίες περιλαμβάνονται:
Η ιστική αναδιαμόρφωση παρατηρείται σε απάντηση όλων των χρόνιων φλεγμονωδών αλλοιώσεων των αεραγωγών και δεν αποτελεί μόνο εύρημα επί χρονίου άσθματος/ΧΑΠ.
Η ιστική αναδιαμόρφωση συνδέεται με σοβαρή απόφραξη της ροής και την υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών, επί άσθματος, αν και η κλινική της σημασία παραμένει αντικείμενο συζητήσεων, με τη χρήση προτυποποιημένων τεχνικών και προσεκτικό σχεδιασμό ερευνητικών πρωτοκόλλων, προκειμένου να απιοτυπωθούν οι παθολογικές μεταβολές και οι επιδράσεις της θεραπείας. Τα μέχρι τώρα ρευνητικά πρωτόκολλα βασίστηκαν στην λήψη υλικού post mortem, καθώς και από χειρουργικά παρασκευάσματα ή βιοπτικά δείγματα, ιδίως μέσω βρογχοσκοπίου, VATS και βοψίες ανοικτού πνεύμονος. Τελευταία, συσχετίσεις μπορούν να διενεργηθούν με βάση παρασκευάσματα που παραλαμβάνονται από τις επεμβάσεις μειώσεως πνευμονικού όγκου, επί εκτεταμένου πνευμονικού εμφυσήματος ασθενών με πλήρεις καταγραφές λειτουγικού ελέγχου αναπνοής, πριν και μετά την επέμβαση.
Οι παθήσεις των αεραγωγών είναι συνήθεις διαταραχές με αυξανόμενη συχνότητα, στην κοινότητα. Παθολογικές διατααρχές των βρόγχων αποτελούν συνήθη διαγνωστικά και θεραπευτικά αντικείμενα, στην καθημερινή ιατρική πράξη, όπως το βρογχογενές καρκίνωμα, η βρογηχίτις, το πνευμονικό εμφύσημα, η βρογχιολίτις και οι βρογχεκτασίες. Από τις σημαντικότερες μεθοδολογικές τεχνικές προσεγγίσεως παθήσεων του αεραγωγού, η αξονική τομογραφία κατά τη φάση της εκπνοής, για συγκλειστικά νοσήματα τφων αεραγωγών, και προσπάθεια ποσοτικής αποτιμήσεως με τη μέτρηση του πάχους του παρεγχύματος και του βρογχικού τοιχώματο. Γενικά, επιχειρείται διάκριση μεταξύ παθήσεων των μεγάλων ή μικρών αεραγωγών.
Επί παθήσεων των μεγάλων αεραγωγών, στις οποίες περιλαμβάνεται η βρογχίτις, η κυστική ίνωση και η αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση και οι βρογχεκτασίες, κατά τις οποίες το επκρατούν εύρημα είναι η πάχυνση του τοιχώματος των αεραγωγών, η συσσώρευση παθολογικής συστάσεως τραχειοβρογχικές εκκρίσεις και η περιβρογχική ίνωση.
Από τα νοσήματα των μικρών αεραγωγών είναι το πνευμονικό εμφύσημα, το βρογχικό άσθμα, η εξωγενής αλλεργική κυψελιδίτιδα, και διάφορες μορφές βρογχιολιτίδων. Το επικρατούν διακριτικό εύηρημα είναι η απειξκονιστική εικόνα "βλασταριού" (tree-in-bud) και η εκπνευστική παγίδευση αέρος. Ιδιαίτερα, το σημείο tree-in-bud συναντάται συχνά ακόμη και σε λοιμώδη νοσήματα των πνευμόνων που συχνά προσβάλλουν τους μεγάλους βρόγχους. Το εύρημα αυτό συναντάται σε ποσοστό 17.6% μεταξύ περιπτώσεων οξείας βρογχίτιδας ή πνευμονίας, και 25.5% βρογχεκτασιών (&).
Ακόμη και εάν τα μορφολογικά ευρήματα των εκτροπών αυτών είναι μη ειδικά, συνεξαταζόμενα με την κατανομή τους και την κλινική εικόνα, μπορούν, συχνά να εισφέρουν στη τελική διάγνωση.
Όπως είναι ήδη γνωστό, οι συνοσηρότητες, οι παροξύνσεις και οι συστηματικές εκδηλώσεις επηρεάζουν αρνητικά τη βαρύτητα και την έκβαση της ΧΑΠ, ανεξάρτητα του βαθμού της αποφράξεως. Η δυσλειτουργία των σκελετικών μυών, που απριστά και από τις συνηθέσερες συστηματικές εκδηλώσεις της, έχει αυρύτατες συνέπειες στην ικανότητα ασκήσεως και στην ποιότητα ζωής. Εμπλέκονται πληθώρα παθοφυσιολογικών, και μοριακών μηχανισμών όπως η επιγενετική (: διαδικασία, κατά την οποία η γονιδιακή έκφραση τροποποιείται από εππίκτητους μηχανισμούς που δεν επηρεάζουν την αλληλουχία του DNA) έχει δειχθεί ότι εμπλέκεται στην αιτιολογία της μυϊκής δυσλειτουργίας επί ΧΑΠ. Επιγενετικές τροποποιήσεις έχουν εντοπιστεί σε κύτταρα που με μεθυλίωση του DNA, ακετυλιώσεως της ιστόνης και μεθυλιώσεως και μη κωδικοποιούντος RNA, όπως το μικροRNA. Τα επιγενετικά γεγονότα που έχουν μέχρι τώρα ανακοινωθεί ως εμπλεκόμενα στη δυσλειτουργία των σκελετικών μυών και απώλεια μυϊκής μάζας, επί ασθενών με ΧΑΠ, έχουν, πρόσφατα, συζητηθεί (&).
H χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι παράδειγμα χρόνιας παθήσεως, κατά την οποία οι αναπνευστικοί μύες, υφίστανται συνεχή μεγέθυνση του φορτίου τους. Η σημαντικότερη προσαρμγή σ΄αυτό, είναι η αναδιαμόρφωση της μυϊκής ινός. Η βαριά άλυσίδα της μυοσίνης συνθέτει τη βάση για την ταξινόμηση της μυϊκής ίνας, είτε ως τύπου Ι ή ως τύπου ΙΙ. Η βαριά αλυσίδα της μυοσίνης υπα΄ρχει σε διάφορες ισομορφές, που κατ΄αυξουσα ταξή μεγίστης ταχύττηας βραχύνσεως είναι η βαριά αλυσίδα μυοσίνης Ι, ΙΙα, και ΙΙβ. Η τελευταία είναι η ταχύτερη. Το διάφραγμα στους υγιείς συντίθεται από ~50% τύπου Ι, ανθιστάμενες στην κόπωση ίνες, 25% από ίνες τύπου ΙΙα, και 25%, από ίνες τύπου ΙΙβ. Αναγνωρίζονται δύο τρόποι, με τους οποίους, οι μύες μπορούν να μεταμορφώσουν τον φαινότυπό τους, είτε μεταπίπτωντας από τον ένα τύπο στον άλλο, ή -συχνότερα- μεταπίπτωντασς σε ατροφία/υπερτροφία ινών που που περιέχουν την ειδική βαριά αλυσίδα στη μυοσίνη τους. Επί ΧΑΠ, παρατηρείται αναδιαμόρφωση των ινών τύπου ΙΙ σε τύπου Ι, κι έτσι, αυξάνεται ο αιρθμός των ανθεκτικών στην κόπωση αναπνευστικών μυών. Η αναδιαμόρφωση αυτή αυξάνει την ανθεκτικότητα του διαφράγματος στην κόπωση, αλλά, ταυτόχρονα μειώνει την παραγόμενη δύναμή τους. επειδή οι τύπου ΙΙ ίνες μπορούν, γενικά, να παράγουν μικρότερη δύναμη, παρ΄ότι οι τύπου ΙΙ ίνες.
Η προσαρμογή αυτή δεν περιορίζεται, μόνο, στην αναδιαμόρφωση του τύπου της μυοσίνης. Σε πειραματικές διατάξεις, στα εμφυσηματικά hamsters, ο αριθμός και το μήκος των σαρκομεριδίων μειώνεται, γεγονός που συνεπάγεται ριστερή μετατόπιση της καμπύλης "μήκος - τάση" έτσι, που ο μύς προασαρμόζεται σε βραχύτερο δρατικό μήκος, που επιβάλλεται από τον υπεραερισμό. Οι μεταβολές αυτές μπορεί να υποβοηθούν τη διατήρηση του μηγχανικού πλεονεκτήματος του διαφράγματος σε κατάστασείς χρόνιου υπεραερισμού. Στα ανθρώπινα όντα, η προσαρμογή αυτή, φαίνεται ότι επιδιώκεται με βράχυνση του μήκους του κεντρομεριδίου.
|