Ονομάζονται και πνευμονοκύτταρα. Διακρίνονται στα:Κυψελιδικά κύτταρα τύπου Ι | Κυψελιδικά Κύτταρα τύπου ΙΙ |
ενώ μερικοί συγγραφείς υποστηρίζου και κυψελιδικά κύτταρα τύπου ΙΙΙ, χωρίς να φαίνεται ότι η ύπαρξή τους έχει επιβεβαιωθεί από άλλους.
Το κυψελιδικό επιθήλιο συντίθεται από δύο τύπους επιθηλιακών κυττάρων, που ονομάζονται πνευμονοκύτταρα τύπου Ι (ΠΚΙ) και ΙΙ (ΠΚΙΙ)[i].
Τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι (ΠΚΙ) είναι μεγάλα, άμορφα κύτταρα με επιμήκεις κυτοπλασματικές προσεκβολές, που καλύπτουν το μέγιστο μέρος, 95%, της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης (à782). Πιστεύεται ότι τα ΠΚΙ προέρχονται από τα ΠΚΙΙ κατά τη διάρκεια της αναπτύξεως και επ΄αφορμή ιστικής κακώσεως. Μέχρι πρόσφατα, η μόνη λειτουργία που ήταν γνωστή για τα ΠΚΙ ήταν εκείνη της συμμετοχής τους στην κυψελιδοτριχοειδική μεμβράνη, αλλά βελτιώσεις στην απομόνωση των κυττάρων και η ταυτοποίηση των γονιδίων που κωδικοποιούν τις πρωτεΐνες τους έχει εισφέρει στην αναγνώριση πρόσθετων λειτουργιών στην ομοιόσταση των κυψελίδων. Μεταξύ των "νέων" λειτουργιών συγκαταλέγονται η διΐδρωση νερού, η ενεργός μεταγωγή ιόντων, η κυτταροπροστασία, προπηκτικές και προφλεγμονώδεις ιδιότητες, η αυξητική δραστηριότητα, η συμβολή τους στην ιστική αναδιαμόρφωση και τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό.
Τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι εμφανίζουν άκρως υψηλή διαπερατότητα στο νερό, που οφείλεται σε διαύλους νερού, τις ακουπορίνες -5 (à203). Η ταυτοποίηση διαύλων και αντλιών Να αποτελούν ενδείξεις ενεργού μεταγωγής ιόντων, μέσω των ΠΚΙ. Τα ΠΚΙ είναι ιδιαίτερα επηρρεπή στις κακώσεις (à1070), και η απελευθέρωση πρωτεϊνών στο ΒAL και στον ορό μπορεί να αποτελεί δείκτη ιστικής κακώσεως. Η συνεισφορά των μηχανισμών κακώσεως και αποκαταστάσεως των ΠΚΙ στην παθογένεια διαφόρων πνευμονοπαθειών τελούν υπό διερεύνηση |κυψελιδικό υγρό| επιθηλιακά κύτταρα| κυψελιδικά κύτταρα τύπου Ι |, πνευμονοκύτταρα τύπου Ι| κυψελιδικό, πνευμονικό οίδημα |.
Τα ΠΚΙΙ είναι μικρά και κυβοειδή κύτταρα με χαρακτηριστικά πεταλοειδή έγκλειστα και άτυπες μικρολάχνες και καλύπτουν περίπου το 5% της κυψελιδικής επιφάνειας. Τα ΠΚΙΙ παράγουν κι εκκρίνουν την επιφανειοδραστική ουσία (à589). Προωθούν το κυψελιδικό υγρό (à778) από τις κορυφαίες προς τις πλαγιοβασικές τους επιφάνειες, προκειμένου να διατηρηθούν οι κυψελίδες σχετικά στεγνές. Συμμετέχουν στο σύμφυτο αμυντικό σύστημα. Είναι ανθεκτικότερα στις πνευμονικές κακώσεις, συγκριτικά με τα ΠΚΙ. Επί πνευμονικής κακώσεως, τα ΠΚΙΙ διατείνονται προς διατήρηση του σχήματος της κυψελίδας, που απειλείται λόγω των κατεστραμμένων ΠΚΙ. Και ακολούθως πολλαπλασιάζονται προκειμένου να αποκαταστήσουν τα ελλείμματα στο τοίχωμα της κυψελίδας, παράγοντας νέα ΠΚΙ[ii]. Πολλές διάμεσες πνευμονοπάθειες χαρακτηρίζονται από υπερπλασία των ΠΚΙΙ, που θεωρούνται ως μέρος των φυσιολογικών διαδικασιών επούλωσης. Είναι, επίσης, πιθανό ότι ότι τα ΠΚΙΙ εισφέρουν στις ινοπαραγωγικές αντιδράσεις, εκκρίνοντας αυξητικούς παράγοντες και προφλεγμονώδη μόρια. Τελικά από τα ΠΚΙΙ εξορμάται το κυψελιδικό καρκίνωμα.