Ύπνος, μεταβολές αερίων

 

ΑΠΟΚΟΡΕΣΜΟΣ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΠΝΟ
Κατά τη διάρκεια του ύπνου, το αναπνευστικό κέντρο στον προμήκη λαμβάνει αραιότερα σήματα από τα ανώτερα φλοιώδη κέντρα και είναι λιγότερο ευαίσθητο στα χημικά (όπως επί υπερκπανάις) και μηχανικά (όπως επί διεγέρσεως των υποδοχέων του θωρακικoύ τοιχώματος και των αεραγωγών ερεθίσματα. Κατά τη διάρκεια του βαθέος, μηREM ύπνου, ο μειώνεται, αν και η αναπνευστική συχνότητα παραμένει αναλλοίωτη ή και εμφανίζει μικρή αύξηση. έτσι, ο κατά λεπτό αερισμός φαίνεται ότι μειώνεται, η PaCO2 αξάνεται, η λειτουργική υπολειπομένη χωρητικότητα μειώνεται και καταγράφεται μειωμένη κινητικότητα των μεσοπλευρίων κι επικουρικών αναπνευστικών μυών. Οι μεταβολές αυτές εκσημαίνονται ακόμη περισσότερο στο REM ύπνο και, παρ΄όλο ότι δεν ενέχοντια για σημαντικές διαταραχές στα φυσιολογικά άτομα, μπορεί να είναι πρόξενες σημαντικής νυκτερινής υποξαιμίας και υπερκαπνίας σε άτομα πνευμονοπάθειες, λόγω των οποίων είναι εξαρτημένοι στη δράση των επικουρικών αναπνευστικών μυών και οι οποίοι είναι ήδη υποξαιμικοί κατά την έγερση και εντοπίζονται στο πρανές τμήμα της καμπύλης κορεσμού αιμοσφαιρίνης. Ο αποκορεσμός αιμοσφαιρίνης που επάγεται κατά τον ύπνο, αναγνωρίζετι συχνότερα επία σθενών με αναπενσυτική ανεπάρκεια τύπου 2, όπως είναι η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια τα νευρομυϊκά νοσήματα (νόσος του κινητικού νευρώνα, μυϊκή δυστροφία) κια παθήσεις του θωρακικού τοιχώματος. Ο νυκτερινός αποκορεσμός στις παθολογικές αυτές καταστάσεις απολήγει από τις βλαπτικές επιδράσεις εκ της διαταραχές της φυσιολογίας του ύπνου, κατά την προϋπάρχουσα αναπνεσυτική ανεπάρκεια και είναι σημαντικά διαφορετικός από το σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας.      
Σημειώνεται μείωση της ευαισθησίας του κέντρου της αναπνοής στην ΡaO2 και στην ΡaCO2, όπως διακρίνεται στο σχήμα, ανάλογα με το βάθος του ύπνου, που, γενικά, οφείλεται στις μεταβολές των επιδράσεων του φλοιού, κατά την εγρήγορση, στο κέντρο της αναπνοής. Η μικρή αύξηση της ΡaCO2, κατά τη διάρκεια του ύπνου, μπορεί να οφείλεται στη μικρή αύξηση της παραγωγής του CO2, αν και ο ρυθμός μεταβολισμού δεν φαίνεται ότι μειώνεται.
Η διαδερμική μέτρηση της μερικής πιέσεως CO2 στο αρτηριακό (;) είναι αξιόπιστη μέθοδος, μη παρεμβατική, ευχερώς ανεκτή από τους -αιμοδυναμικά σταθερούς- ασθενείς, όλων των ηλικιών(&), και, ασφαλώς, περισσότερο αξιόπιστη από τη μέτρηση της μερικής πιέσεως διοξειδίου στο τριχοειδικό αίμα, τόσο επί ασθενών με προβλήματα υπνικής άπνοιας, (&) όσο και σε ασθενείς με παθήσεις της αναπνοής (&).
διαδερμική μέτρηση της paCO2, στη διάγνωση και θεραπεία της υπνικής άπνοιας. Η διαδερμική μέτρηση της paCO2 είναι καλά ανεκτή, κατά τη διάρκεια της πολυκαταγραφικής μελέτης ύπνου. Το σήμα είναι σταθερό, καθ΄όλη της διάρκεια της νύκτας. η διαδερμική μέτρηση της PCΟ2, παρέχει περισσότερο αξιόπιστα αποτελέσματα και κλινικά πλέον αποδεκτά αποτελέσματα, έτσι, ώστε συνεπικουρεί την προσπάθεια τιτλοποιήσεως της εφαρμογής του μη παρεμβατικού μηχανικού αερισμού.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ βλέπε: θεραπεία υπνικής άπνοιας.