Η IL4 παράγεται κυρίως από έναν υποπληθυσμό ενεργοποιημένων Τ-λεμφοκυττάρων, τα βιολογικώς πλέον ενεργά helper κύτταρα για τα Β-λεμφοκύτταρα, τα οποία, επίσης, εκκρίνουν IL5 και IL6. Τα Th1 και τα σιτευτικά κύτταρα εκκρίνουν IL4, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Τη σύνθεσή της επάγουν η IL2 και ο PAF.
Η IL4 είναι πρωτεΐνη που αποτελείται από 129 αμινοξέα (20 kDa), που συντίθεται από μια πρόδρομη πρωτεΐνη που περιέχει υδρόφοβη εκκριτική αλληλουχία από 24 αμινοξέα.
Η βιολογική της δράση είναι ειδική για τα είδη. Επάγει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των ενεργοποιημένων Β-κυττάρων και προάγει την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται σε ερεθίσματα άλλων Β-κυττάρων και παρουσιάζει αντιγόνα στα Τ-λεμφοκύτταρα. Ενισχύει την έκφραση των αντιγόνων τάξεως 2 του MHC στα Β-λεμφοκύτταρα. Αναστέλλει την ενεργοποίηση των NK-κυττάρων που επάγεται από την IL2 και επάγει τον πολλαπλασιασμό των θυμοκυττάρων του φάσματος CD4-, CD8-, CD4+. Σε ατοπικά άτομα και παρουσία συνδιεγερτικών σημάτων, νέα Τ-κύτταρα μετατρέπονται σε CD4+ Τ-επικουρικά κύτταρα -2 (Th2), που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ενορχήστρωση των αλλεργικών αντιδράσεων. Τα Th2 κύτταρα παράγουν κυτοκίνες όπως η ιντερλευκίνη IL-4 και IL-13, που επάγουν τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των Β-λεμφοκυττάρων ώστε να παράγουν IgE και πλασματοκύτταρα, ειδικά για το αλλεργιογόνο. Μερικά από αυτά τα κύτταρα μακροβιώνουν και ονομάζονται κύτταρα μνήμης. Η lL-4 είναι η πλέον σημαντική προαλλεργική κυτοκίνη, επειδή εκτός της ικανότητάς της να διαφοροποιεί τα Β-λεμφοκύτταρα σε Β-κύτταρα ικανά να παράγουν IgE, ενεργοποιεί τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα και ενισχύουν την έκφραση των χαμηλής συγγένειας υποδοχέων IgE στα Β-λεμφοκύτταρα και των μορίων συγκολλήσεως στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Η τελευταία ιδιότητα επάγει την έξοδο των κυττάρων από τα αγγεία. Επίσης αναστέλλει άλλους τύπους ανοσοαπαντήσεων, όπως η από τα αντισώματα εξαρτώμενη κυτταροτοξικότητα. Η ΙL-13 εμφανίζει παρόμοια, αλλά ασθενέστερη βιολογική δράση, αν και είναι μακροβιότερη της IL-4. Η ιντερφερόνη-γ (IFN-γ) αναστέλλει τις αλλεργικές αντιδράσεις και οι δράσεις είναι αντίθετες των IL-4 και IL-13.
Η ΙL4 μπορεί να αποδειχθεί κλινικά επωφελής στη θεραπεία των συμπαγών όγκων, των παθήσεων του αιμοποιητικού, και των ανοσοανεπαρκειών και των φλεγμονωδών παθήσεων, επειδή αναστέλλει την παραγωγή κυτοκινών της φλεγμονής, όπως η IL1, η IL6 και ο TNF-α από τα μονοκύτταρα. Ανατέλλει την ανάπτυξη των καρκινωμάτων του παχέος εντέρου και του μαστού, και επιταχύνει την ανάπτυξη των ενεργοποιημένων από τη λεμφοκίνη κυττάρων-φονέων.