H ανοσοσφαιρίνη Α, IgA, είναι αντίσωμα που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανοσία των βλεννογονίων χιτώνων, καθώς περισσότερη ΙgΑ (περίπου 3-5 gr στον εντερικό αυλό ή 75% της συνολικής παραγωγής) παράγεται από τα κύτταρα του βλεννογόνου, παρά από οποιοδήποτε άλλο κύτταρο του οργανισμού. Πλείστοι λεμφοειδείς ιστοί διακρίνονται από την επικράτηση κυττάρων ικανών να παράγουν IgA. Στο αίμα ευρίσκεται σε περιορισμένη συγκέντρωση. Το εκκριτικό στοιχείο, προστατεύει την εκκριτική IgA (sIgA) από την πρωτεολυτική αποδόμηση, ώστε την καθιστά ανθεκτική σε περιβάλλοντα όπου βρίθουν παθογόνα, όπως το έντερο και το τραχειοβρογχικό δένδρο. Η IgA δεν είναι ισχυρός ενεργοποιητής του συμπληρώματος ή του συστήματος οψωνισμού. Η βαρειά της αλυσίδα είναι της μορφής α.
Διακρίνεται σε δύο υποκλάσεις: IgA1(=90%) και IgA2 (=10%), που μπορεί να υπάρχουν σε διμερές σχήμα, που ονομάζεται εκκριτική IgA. H σχέση μεταξύ των κυττάρων λεμφοειδούς ιστού που παράγουν τα ισότυπα της ανοσοσφαιρίνης ποικίλλει από ιστό σε ιστό. Υπό την εκκριτική της μορφή, η IgA ανιχνεύεται στις εκκρίσεις των βλεννογόνων, όπως, τα δάκρυα, η σίελος, και εκκρίσεις από το ουροποιογεννητικό, γαστρεντερικό, αναπνευστικό σύστημα και τον προστάτη.
Η IgA1 είναι η υποκλάση που επικρατεί στον ορό. Στην IgA2, οι βαριές και ελαφρές αλυσίδες της δεν συνδέονται με δισουλφιδικούς δεσμούς, αλλά με ομοιοπολικούς. Στους εκκριτικούς λεμφοειδείς ιστούς, π.χ., στον απαντώμενο στο έντερο (gut associated lymphoid tissue, GALT) η παραγόμενη IgA2 είναι περισσότερη, συγκριτικά με τα μη εκκριτικά λεμφοειδή όργανα, όπως ο σπλήν και οι περιφερικοί λεμφαδένες (βλ.: δομή και λειτουργία).
Η υψηλή συγκέντρωση IgA στους βλεννογόνους είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των πλασματοκυττάρων που παράγουν πολυμερείς μορφές (pIgA) και των επιθηλιακών κυττάρων των βλεννογόνων που εκφράζουν έναν υποδοχέα ανοσοφαιρινών, τον υποδοχέα των πολυμερών Ig (pIgR). H pIgA απελευθερώνεται από τα ενεργοποιηθέντα παρακείμενα πλασματοκύτταρα, και συνδέεται με τον RIgR, με αποτέλεσμα τη μεταγωγή της IgA κατά μήκος των βλεννογονίων επιθηλιακών κυττάρων και την απελευθέρωσή της από τον υποδοχέα στις εξωκυττάριες εκκρίσεις.
Στο αίμα, η IgA αντεπιδρά με έναν υποδοχέα του Fc, που ονομάζεται FcaRI (ή CD89) που εκφράζεται στα ανασοδραστικά κύτταρα, προς πυροδότηση ανοσοπαντήσεων. Διασύνδεση του FCaRI με ανοσοσυμπλέγματα περιέχοντα IgA προκαλεί κυτταρομεσολαβητική, αντιγονοεξαρτώμενη κυτοτοξικότητα (cell merdiated cytotocicity), αποκοκκίωση των ηωσινοφίλων και βασεοφίλων και φαγοκύτωση από τα μονοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα ηωσινόφιλα και τα ουδετερόφιλα, και την πυροδότηση πολυμορφοπυρηνικής φλεγμονής των αεραγωγών από τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα.
Η IgA αυξάνεται επί συνδρόμου Wiskott-Aldrich· ηπατικής κιρρώσεως (περισσότερες των περιπτώσεων)· διάφορα στάδια αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτις και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος· χρόνιες λοιμώξεις που δεν εδράζονται σε ανοσολογικές ανεπάρκειες· μυέλωμα IgA.
H ΙgΑ μειώνεται σε επίκτητη αταξία, τηλαγγειεκτασία· καταστάσεις με ανοσολογική ανεπάρκεια, δυσγαμμασφαιριναιμία, επίκτητη και συγγενής αγαμμασφαιριναιμία, υπογαμμασφαιριναιμία· συνδρομα δυσαπορροφήσεως· λεμφοειδή απλασία· μυέλωμα ΙgG· οξεία και χρόνια λεμφοβλαστική λευχαιμία.