⛯ Η διαπιστούμενη υποκαλιαιμία μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή μπορεί να συσχετίζεται με καρδιακή αρρυθμία, μυϊκή αδυναμία, δυσανοχή στην ανθεκτική στηνη ινσουλίνη γλυκόζη, και πολυουρία, λόγω διαταραχης των νεφρικών σωληναρίων. Η διουρητική θεραπεία, επομένως, συνεπάγεται εκσημένη ροπή στηνν υποκαλιαιμία.
Στον παρακλινικό έλεγχο, που διενεργείται ενώ ο ασθενής έχει διακόψει κάθε είδους διουρητικού, β-αποκλειστών, αναστολείς διαύλων ασβεστίου κασι αναστολείς ACE, οπότε παρατηρείται υψηλή αποβολή ούρων 24-ώρου, τουλάχιστον 30 mmol παρά την υποκαλιαιμία. Με την προϋπόθεση ότι ο ασθενής δεν είναι υποκαλιαιμικός κατά το χρόνο της εξετάσεως, καθόσον η υποκαλιαιμία μπορεί να καταστείλει την παραγωγή αλδοστερόνης, παρατηρείται υψλη τιμή αλδοστερόνης πλάσματος (>450 pmol /l) και μείωση της δραστηριότητας της ρενίνης νπλάσματος (<1μg/l).
Έκκριση αυτόνομης αλδοστερόνης αναδεικνύηεται με την αποτυχία της καταστολής της με την φόρτιση άλατος (χορήγηση 2 l ισοτόνου διαλύματος σε δάστημα 4 ωρών), με τη χορήγηση 0.4 mg/Η φλουδροκοριζόνης, για 3 ημέρες, ή με 25 mg καπτροπρίλης. Η εβλάβη μπορεί να απεικονιστεί με CT και, ενδεχομένως, με σπινθηρογράφημα.
⛯ Η χειρουργική αδρεναλεκτομή, μετά την προεγχειρητική δολκιμασία με σπειονολακτόνη ή και μετεγχειρητικά, σε περιπτώσεις αμφοτερόπλκευρης υπερπλασίας.
⛯ Τελευταία έχει εισαχθεί με ικανοποιητική επιτυχία, ένα ανταγωνιστής των υποδοχέων αλδοστερόνης , η επλερενόνη, σε ασθενείς που δεν ανέχονται την σπειρονολοκατόνη.