Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια είναι μόρια της φλεγμονής που απελευθερώνονται από τα σιτευτικά κύτταρα και προκαλούν παρατεταμένο βρογχόσπασμο κατά τη διάρκεια μιας αλλεργικής αντιδράσεως, κρίσεως άσθματος. Προσελκύουν ηωσινόφιλα στα βρογχιόλια τα οπόία, με τη σιερά τους διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη βρογχικής αντιδραστικότητας και τα οποία επιπλέον, προάγωγουν την περαιτέρω παραγωγή λευκοτριενίων. Είναι, επομένως, υπέυθυνα όχι μόνο για την πρόκληση του άσθματος, αλλά και τη διατήρηση της βροχγικής αντιδραστικότητας, στο χρόνιο, δυσίατο άσθμα. Παράγονται από τον μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος μέσω της δράσεως της λιποξυγενάσης, κια προκαλούν βρογχόσπασμο, οίοδημα του βρογχικού βλεννογόνου και διεγείρουν παθολογικής συστάσεως τραχειοβωρογχικές εκκρίσεις. Η δράση των αντιλευκοτριενικών φαρμάκων, επομένως, είναι η παγίδευση των δράσεων αυτών, εμοδίζοντας την απελευθέρωση των λευκοτριενίων από τα σιτευτικά κύτταρα και τα ηωσινόφιλα. Επίσης αναστέλλουν τους υποδοχείς των λευκοτριενίων στα αεραγωγούς, εμποδίζοντας, έτσι, την πρόκληση βρογχοσπάσμου, παραγωγή παθολογικής συστάσεως εκκρίσεων και οιδήματος τοπυ βρογχικού βλεννογόνου. διαθέσιμα αντιλευκοτριενικά φάρμακα μοντελουκάστη singulair Ζαφιρλουκάστη accolate κλινική χρήση. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται από του στόματος, ως ημερήσια, συμπηρωματική θεραπεία, από το βήμα 3 και πέρα, κατά τις οδηγίες της BTS, Η μοντελουκάστη χορηγείται Χ1/Η και η ζαφιρλουκάστη Χ2/Η. η δράση τους στο άσθμα. Η δυσκολία με τα αντιλευκοτριενικά είναι ότι δεν ωφελούνται όλοι οι ασθματικοί ασθενείς και δεν υπα΄ρχει τρόπος να προβλεφτεί ποιός αναμένεται να ωφεληθεί και ποιός όχι. Έχει ομοφωνηθεί, μεταξύ των ειδικών, ότι εάν δεν προκύψει όφελος μετά θεραπεία 6υ εβδομάδων, η χορήγηση των αντιλευκοτριενικών φαρμάκων πρέπει να διακοπεί. Γενικά, πιστεύεται ότι οι ασθενείς με εξ ασπιρίνης άσθμα και αλλεργικό, αναμένεται να οφεληθούν από τα αντιλευκοτριενικά φάρμακα. ανεπιθύμητες δράσεις. Από τις σημαντικότερες παρενέργειες, οι γαστρεντερικές διαταραχές κι η κεφαλαλγία. Σπάνια μπορεί να εμφανιστεί σύνδρομο Churg-Strauss, που χαρακτηρίζεται από συστηματική αγγειΐτιδα και ηωσινοφιλία. Αν και στις περιπτώσεις που ανακοινώθηκαν, το σύνδρομο αποδόθηκε στη μείωση των κορτικοειδών. |
|μοντελουκάστη. λιπιδικοί μεσολαβητές| Είναι γνωστό ότι στο βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα ασθενών με άσθμα αναγνωρίζονται αυξημένα επίπεδα κυστεϊνυλικών λευκοτριενίων(cys-LTs: LTC4, LTD4, LTE4) και αυξημένες συγκέντρωσεις LTE4 στα ούρα. Οι Cys-LTs παράγονται από τον μεταβλισμό του αραχιδονικού οξέος, μέσω του ενζύμου λιποξυγενάση (5-LO). Τα λευκοτριένια είναι ισχυροί βρογχοσπαστικοί παράγοντες, τόσο in vitro, όσο κια in vivo, που ευθύνονται για την όψιμη αντίδραση της υπερευαιθησίας τύπου Ι. Σε πειραματικές διατάξεις, προκαλούν εκτεταμένο οίδημα λόγω μικραγγειακής διαρροής, ενώ διεγείρουν τις εκκρίσεις του βρογχικού βλεννογόνου. Οι δράσεις αυτές μεσολαβούνται από στους αεραγωγούς από τους υποδοχείς των λευκοτριενίων, έναντι των οποίων ασκούν ισχυρή δράση αποκλεισμού τους οι ανταγωνιστές των υποδοχέων λευκοτριενίων, όπως η μοντελουκάστη, η ζαφιρουκλάστη, η πρανλουκάστη. Τα αντιλευκοτριενικά φάρμακα αναστέλλουν το αλλεργικό, εξ ασκήσεως και μετά εισπνοή κρύου αέρα άσθμα, κατά περίπου 50-70% και αναστέλλουν τον εξ ασπιρίνης βρογχόσπασμο στους ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθενείς με άσθμα, σχεδόν, πλήρως. Ο μόνος αναστολεας των υποδοχέων της 5-λιποξυγενάσης που έχει δοκιμαστεί κλινικά είναι το zileuton, που δεν είναι προς το παρόν, διαθέσιμο. Τα αντιλευκοτριενικά φάρμακα έχουν, επιπλέον, δείξει ότι έχουν ασθενή αντιφλεγμονώδη δράση και μπορεί να μειώσουν την ηωσινοφιλική φλεγμονή, που επάγεται με τα κυχτεϊνυλικά λευκοτριένια.
κλινική χρήση
Τα αντιλευκοτριενικά φάρμακα μπορεί να έχουν μια περιορισμένη και ασταθή βρογχοδιασταλτική δράση. Η μακροπερίοδη χορήγησή τους μειώνει τα συμπτώματα του άσθματος και την ανάγκη λήψεως β2-διεγερτών, ως φάραμκο διασώσεως και βελτιώνεουν την πνευμονική λειτουργία. Τα αποτελέσματά τους είναι σημαντικά χαμηλότερα, συγκριτικά με τα εισπνεόμενα κορτικοειδή, ως προς τον έλεγχο των συμπτωμάτων του άσθματος και τη μείωση των παροξύνσεων. ΤΑ αντιλευκοτριενικά είναι χρήσιμα σε περιπτώσεις ασθενών, των οποίων το άσθμα τους δεν ελέγχεται επαρκώς, με εισπνεόεμνα γλυκοκορτικοειδή, αλλά είναι αναποτελεσματικά σε μεριικούς, αλλά όχι σε όλους τους ασθενείς με εξ ασπιρίνης άσθμα, Οι ασθενείς διαφέρουν ως προς την απάντηση στα ανιλευκοτριενικά, αλλά είναι αδύνατη η πρόβλεψη των ασθενών εκείνων οι οποίοι πρόκειται να ωφεληθούν. Έτσι, ως κλινικός κανόνας ισχύει ότι τα αντιλευκοτριενικά χορηγούνται, επί ενδείξεων και η λήψη τους συνεχίζεται, ενόσω παρατηρείται κλινικό αποτέλεσμα, άλλως διακόπτονται, δεδομένης και του ακριβού κόστους τους.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημά τους είναι ότι είναι δραστικά, χορηγούμενα από του στόματος, γεγονός που εισφέρει στη συμμόρφωση των ασθενών υπό μακροπερίοδη θεραπεία. Παρενέργειες
Οι παρενέργειες των αντιλευκοτριενικών είναι ασυνήθεις. Μερικές φορές προκαλείται ήπια ηπατική αντίδραση, έτσι, ώστε, ο περιοδικός ηπατικός έλεγχος είναι αναγκαίος. Έχει διαπιστωθεί σύνδρομο Churg-Strαuss (: συστηματική αγγειΐτιδα, ηωσινοφιλία και άσθμα), λλά αυτό μπορεί, μάλλον, αναεξηγηθεί από την ταυτόχρονη μείωση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (που μπορεί να επιχειρηθεί με τη χορήγηση αντιλευκοτριενικών), που επιτρέπει την αγγειΐτιδα να εκδηλωθεί.