Πνεύμων και παθήσεις του αίματος

                       ΠΝΕΥΜΩΝ  ΚΑΙ  ΠΑΘΗΣΕΙΣ  ΤΟΥ  ΑΙΜΑΤΟΣ                          

import_contacts|αιμοσφαιρίνη|αιμοσφαιρίνη|
ΓΕΝΙΚΑ. Κατά παράδοση, η αναιμία ταξινομείται στη βάση της κινητικότητας και της νμορφολογίας των αρυθρών αιμοσφαιρίων, σε τρεις αιτιολογικά διακρινόμενες ομάδες, I. στην οφειλόμενη σε απώλεια αίματος, ii σε αιμόλυση και, iii. στην παραγωγή παθολογικών μορίων.
☸ ι. Αναιμία, οφειλόμενη σε απώλεια αίματος Μετά οξεία απώλεια αίματος, οι εφεδρείες του μυελού των οστών είναι, λιγότερες από Χ2, αντίθετα με ό,τι συνβαίνει επί αμολύσεως, οπόταν οι εφεδρείες είναι Χ8, επειδή ο σίδηρος αφενός μεν, κινητοποιείται πολύ βραδύτερα από τους ιστούς, όπου αποθηκεύεται, παρά από το κατεστραμμένο ιστό αίματος κι αφετέρου, ο κινητοποιούμενος από τις αποθήκες του σίδηρος είναι ανεπαρκής για την αποκατάσταση των απωλειών. 
Η απώλεια αίματος, ευ- ή δυσ-διάκριτη, προέρχεται, συνήθως, από γαστρεςνερολογικές, γυναικολογικές παθήσεις ή πνευυμονικές παθήσεις (οι βρογχεκτασίες αποτελούν αίτιο μαζικής απώλειας αίματος· η πνευμονική εμβολή και τα νεοπλάσματα -ιδίως το εκ πλακωδών επιθηλίων βρογχογενές καρκίνωμα- σταδιακότερης απώλειας· ασθενείς νοσηλευόμενοι σε ΜΕΘ, μπορεί να εμφανίσουν αναιμία εξ ιατρογενών λόγων. Επίσης αναιμία μπορεί αν οφείλεται, σπανιότερα, σε δρομείς, μεγάλων αποστάσεων ή σε περιπτώσεις με παροξυσμική νυκτερινή αιμοσφαιρινουρία.
☛Σε περιπτώσεις οξείας απώλειας αίματος, η συγκέντρωση Hb μπορεί να απο- κατασταθεί, στα κατώτερα φυσιολογικά όριά της, σε 3 ημέρες

 Τα κλινικά χαρακτηριστικά της αναιμίας απο οξείαα απώλεια αίματος ή ανεπάρκεια σιδήρου είνβαι εκείνα της κοινής υποξίας, αλλά και σημεία μη αιματολογικής ανεπάρκειας σιδήρου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται:
★ 1. αυξημένη επιρρέπεια στις λοιμώξεις, αν και [παραδόξως] σημαντική αντίσταση στο Εcoli και την ελονοσία, 2. δυσανοχή στο κρύο, 3. στοματίτις και γλωσσίτις, 4. ατροφία του γαστροοισοφαγικού βλεννογόνου με δυσφαγία (σύνδρομο Plummer-Vinson), 5. αχλωρυδρία, 6. κοιλονυχία, 7. κυανούς σκληρός, 8. ανήσυχα κάτω άκρα, 9. διαταραχές στην εμβρυϊκή και νεογνική ανάπτυξη, 10 (σποραδικά) pica [ψυχαναγκαστική κατανάλωση μη κατάλληλων υλικών, όπως ο πάγος]   
 Η διαφορική διάγνωση της απώλειας αίματος, μεταξύ των διαφόρων αιμοσφαιρινοπαθειών, ειδικότερα της μεσογειακής αναιμίας, σιδηροβλαστική αναιμία. Εκτός των περιπτώσεων ήπιας αναιμίας, οπότε η διιάγνωση μπορεί να αποδειχθεί δυσχερής, αναγνωρίζεται υποχρωμία και μικροκυττάρωση, χαμηλή συγκέντρωση σιδήρου στο περιφερικό αίμα, χαμηλός δείκτης σιδήρου πλάσματος προς φερριτίνης πλάσματος, ικανότητα συνδέσεως σιδήρου <20% [που αποτελεί και το σημαντικότερο εύρημα], χαμηλή φερριτίνη ορού - αποθήκες σιδήρου. Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι η τρανσφερρίνη ορού και η ικανότητα συνδέσεως σιδήρου είναι, είσης χαμηλά στις περιπτώσεις αναιμιών χρόνιων παθολογιών, ενώ η φερριτίνη μπορεί να αυξηθεί, ως αντίδραση οξείας φάσεως, σε αντίστοιχες παθήσεις, όπως λοιμώξεις, ή κακοήθεια. Η θεραπεία με συμπληρώματα σιδήρου, γης οποίας η αποτυχία μπορεί να σημαίνει: επίμονη απώλεια αίματος, συντρέχουσα λοίμωξη, συνοδός ανεπάρκεια φολικού οξέος, ανεπάρκεια απορροφήσεως σιδήρου, άλλη διάγνωση, Γενικά, η συμπτωματική βελτίωση άρχεται από την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας, αλλά η αποκατάσταση των συγκεντρώσεων της Hb μπορεί να καθυστερήσει πέραν των 6 εβδομάδων.
☸Αιμολυτική αναιμία. Προκαλείται, εν γένει, όταν ο ρυθμός καταστροφής των ερυθροκυττάρων είναι μεγαλύτερος της παραγωγικής ικανότητας του μυελού.Pi;αρ΄όλο ότι ο χρόνος ζωής των ερυθροκυττάρων είναι ~115 ημέρες, που σημαίνει ότι περίπου το 1% ή το ισοδύναμοτου εκ 50 αίματος, καταστρέφεται και αναγεννάται ημερησίωc, ο μυελός των οστών αντιρροπεί, τα κύτταρα, ως εάν αυτα είχαν διάρκεια ζωής, μόνο, 30 ημέρες ή λιγότερες.Η περιορισμένη εφεδρεία του μυελού κυμαίνεται Χ5, αλλά μπορεί να αυξηθεί μέχρι Χ8, σε συνθήκες σοβαρής και παρατεταμένης διεγέρσεως, θεωρώντας, επομένως ότι υπάρχει επαρκής αιματική παροχή.
☛Στα χαρακτηριστικά κλινικά σημεία της αιμολυτικής αναιμίας περιλαμβάνονται: α. αναιμία, β. ίκτερος, σημαντική δικυτοκύτωση στο περιφερικό αίμα, στικτοί χολόλιθοι σε παραμελημένες περιπτώσεις.
Η αιμόλυση οφείλεται σε ενδοκάμψια (που επί σοβαρών περιπτώσεων απολήγει σε αιμοσφαιριναιμία και διάχυτη ενδαγγειακή πήξη) ή εξωκάψια (συχνότερα) ελλείμματα στα ερυθροκύτταρα. 
▷Η ενδοκάψια αιμολυτική αναιμία είναι απότοκος παθολογικής δομής ερυθροκυττάρων κια όλες οι σχετικές παθήσεις είναι κληρονομικές., εκτός της νυκτερινής, παροξυσμικής αιμοσφαιρινουρίας. Οι βλάβες, εν γένει αφορούν στην:  αιμοσφαιρίνη (κακοήθης αναιμία, θαλασσαιμία), την κυταρική μεμβράνη(:κληρονομική σφαιροκύττωση, παροξυσμική νυκτερινή αιμοσφαιρνουρία) ή τον κυτταρικό μεταβολισμό (ανεπάρκεια G6PD). Στις (πολυάριθμες) παθολογικές μορφές αιμοσφαιρίνης συγκαταλέγονται η μεσογειακή αναιμία και η κακοήθης αναιμία. 

☛Επιδράσεις στην πνευμονική λειτουργία Η δραστική μεταφορά οξυγόνου από την ατμόσφαιρα στους μεταβλικά ενεργούς ιστούς εξαρτώνται από τρεις κύριους παράγοντες: [α] πνευμονική ανταλλαγή αερίων, [β] κυκλοφορία και, [γ] η ικανότητα μεταφοράς του Ο2 με το αίμα. Πέρα από το ρόλο του να μεταφέρει αναπνευσιτκά αέρια, η συγκέντρωση της Hb στο αίμα επηρεάζει δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής μέσω των επιδράσεών της στην ικανότητα διαχύσεως, DLCO, Παθολογικές δοκιμασίες μπορεί, επίσης να αναδειχθούν επί παθολογικών τύπων αιμοσφαιρίνης.
Η ικανότητα του αναιμικού αίματος να μεταφέρει Ο2 μειώνεται, ανάλογα με την περιεκτικότητά του σε αιμοσφαιρίνη. Η καμπύλη κορεσμού αιμοσφαιρίνης συγκροτείται από την την περιεκτικότητα της οξυαιμοσφαιρίνης προς την μερική πίεση του 02 ή, εναλλακτικά, από τομποαοατό κορεσμένης αιμοσφαιρίνης εμφανίζεται στο σχήμα.

☼ H αναιμία θα επηρεάσει την πρόσληψη Ο2 των ιστών, αλλά εάν η καρδιακή εξώθηση είναι φυσιολογική, η διαφορά στην περιεκτικότητα Ο2 μεταξύ αρτηριακού και μικτού φλεβικού αίματος, παραμένει φυσιολογική (εξίσωση Fick), αλλά η διαφορά στο ποσοστό κορεσμού μειώνεται. Το μικτό φλαβικό αίμα επί αναιμίας, επομένως, υπολείπεται σημαντικά, τόσο ως προς τη συγκέντρωση του οξυγόνου (επειδή η περιεκτικότητα του αρτηριακού απίματος είναι χαμηλή), όσο και ως προς τοποσοστό κορεσμού (επειδή οι περιφερικοί ιστοί προσλαμβάνουν, την φυσιολογική ποσότητα, αλλά η διαθέσιμη ποσότοτητα είναι μικρή). Επομένως, η  Pv̄O2, είναι, επίσης, μικρή επί αναιμίας. Η αναιμία προφανώς θα επηρεάσει την απόδοση Ο2 στους ιστούς και μπορεί να αποδώσει σε χαμηλή peak V̀Ο2 και κατώφλι γαλακτικού οξέος. Και οι δύο καταστάσεις απολήγουν σε μείωση της αντοχής στην άσκηση από οποιαδήποτε αιτία. Οι περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις μπορεί να εκδηλωθούν σε χωλότητα, πέραν της παροχής Ο2 στους εργαζόμενους μύες, μπορεί να απολήξουν σε μείωση της V̇Ο2/WR. Η χαμηλή peak   V̀Ο2 θα εμφανιστεί σε κάποιον που εκτελεί υπομέγιστο έργο και η ενισχυση της απόψεως αυτής μπορεί να δοθεί από ένα φυσιολογικό ΗΚΓ, καλό κατώφλι γαλακτικής οξεώσεως και φυσιολογικών αερίων αρτηριακού αίματος. 
|κακοήθης αναιμία|