Τα μόρια των αερίων διαχέονται ευχερώς δια της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης, πάχους 0.5 μ., μέσω της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης. Σύμφωνα με το νόμο Fick, περισσότερα μόρια διαχέονται σε μεγαλύτερη και λεπτότερη επιφάνεια διαχύσεως ή επί ευρύτερης διαφοράς μερικών πιέσεων από τις δύο όψεις της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης. Ο νόμος Graham (και) ουσιωδώς διαπιστώνει ότι μεγαλύτερα και λιγότερο ευδιάλυτα μόρια διαχέονται δυσκολότερα.
Οι συνέπειες των προαναφερομένων νόμων είναι:
Έτσι, η διάχυση αερίων εξαρτάται επίσης, από από τον όγκο των τριχοειδών στους πνεύμονες. Η μείωση της ικανόττηας διχύσεως στους πνεύμονες μπορεί, επομένως, να οφείλεται σε δομικές αλλοιώσεις στα πνευμονικά τριχοειδή, και όχι μόνο στην πάχυνση της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης.
Με βάση όλα τα προηγούμενα, ως ικανότητα διχύσεως τους πνεύμονες, Diffusing capacity, DL, GAS ορίζεται:
DLgas = ΔVgas / ΔPgas {1}
Π.χ., η ικανότητα διαχύσεως για το CO, DLCO , είναι ο όγκος του CO που διαχέεται δια τη διαφοράς μερικών πι΄σεων στις κυψελίδες και στο αίμα του CO. Επειδή, λόγω της μεγάλης συγγένειας του CO με την Hb, η PaCO είναι πάντα αμελητέα, η μέτρση της ικανόττηας διαχύσεως για το CO είναι ευχερής και αποκαλύπετι μόνο προβλήματα μεμβράνης και κυψελιδικού όγκου.
Σε σχέση με την εξίσωση {1} η διάχυση αναφορικά με το CO καθίσταται:
DLCO = ΔVCO / PACO {2}
Λόγω της επιδράσεως το τριχοειδικου όγκου και άλλων παραγόντων, μερικοί, κυρίως οι Ευρωπαίοι φυσιολόγοι, δεν αρέσκονται στον όρο διαχυτική ικανότητα, και προτιμούν τον όρο ”παράγων μεταφοράς”.
Πρακτικά, μπορούμε να μετρήσουμε την DLCO με τη μέθοδο της ”μιας αναπνοής”, κατά την οποία λαμβάνεται μιας βαθειά εισπνοή εκ μμίγμετος που εμπειρίεχει μικρή συγκέντρωση CO και εκτιμάται ο χρόνος εξαφανίσεως του CO μετά 10 sec διαστήματος κρατήματος της αναπνοής. η ικανότητα διαχύσεως είναι, πεομ΄νως, η διαφορά των συγκεντρώσεων του CO στον εισπνόενο και εκπνεόμενο αέρα. Εάν στο εισπνεόμενο μίγμα αερίων δεικτών προστεθεί He, μπορύμε, ταυτόχρονα να εφαρμόσουμε τη μέθοδο αραιώσεως He για την εκτίμηση του VA.
Είναι μέθοδος, εναλλακτή της προηγούμενης, όπου ελάχιστη ποσότητα CO χορηγείται με εισπνοές, μέχρις επιτεύξεως ισορροπίας, και, ακολούθως, μετριέται ο ρυθμός εξαφανίσεως για μια περιατέρω μικρή περίοδο, ομού με τη μέτρηση της κυψελιδικής συγκεντρώσεως. Η μέθοδος αυτή αντιρροπεί την ατελή κατανομή του CO που μπορεί να παρατηρηθεί με τη ”μέθοδο της μιας αναπνοής”.