Καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία

 

Αναγνωρίζεται μικρή μείωση της VC, επί διαμέσου οιδήματος, απότοκου καρδιακής ανεπάρκειας. Αλλά  σε συνθήκες κυψελιδικής πληρώσεως, απότοκες, πχ., αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, λόγω υπερτασικής καρδιοπάθειας, η VC μειώνεται δραστικά κι έχει δειχθεί μείωση της VC μέχρι και του 55% της βασικής της τιμής. Έχει, πρόσφατα, δειχθεί ότι σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η άσκηση μπορεί να προκαλέσει αύξηση της υδροστατικής πιέσεως στα πνευμονικά τριχοειδή και με τον τρόπο αυτό να παραχθεί πνευμονικό οίδημα. Μετά τη ανάπτυξη πνευμονικού οιδήματος, η αγωγιμότητα της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης (Dm), μετρούμενης αμέσως μετά την άσκηση, είναι μειωμένη (&, &), ενώ είναι από τον προηγούμενο αιώνα γνωστό, ότι η καρδιακή ανεπάρκεια, απότοκη π.χ., βαλβιδοπαθειών, είναι πρόξενος διαταραχής πληθώρας παραμέτρων λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, όπως οι στατικοί και δυναμικοί όγκοι, οι μέγιστες εκπνευστικές, οι αντιστάσεις ροής και η πιέσεις στα πνευμονικά αγγεία. 

 Ακόμη και απουσία ακτινολογικών ευρημάτων, η καρδιακή ανεπάρκεια, και η απότοκη αυτής πνευμονική συμφόρηση είναι πρόξενος μειώσεως της VC, που απαιτεί διάστημα εβδομάδων, προκειμένου να επανέλθει στα βασικά της επίπεδα, μετά  θεραπεία με διουρητικά ή/και θετικά ινότροπα. Επομένως, η σπιρομέτρηση αναδεικνύεται πλέον ευαίσθητη μέθοδος των απεικονιστικών τεχνικών στη διάγνωση καρδιολογικών ζητημάτων.

 Mε τον όρο "καρδιακό άσθμα" εννοείται στένωση των αεραγωγών. παρ΄όλο ότι συνηθίζεται να αποδίδεται στο περιβρογχικό οίδημα, υπάρχει μικρή, φυσιολογική επιβεβαίωση γι αυτό, αλλά, αντίθετα, το οίδημα του βλεννογόνου και οι αντανακλαστικές επιδράσεις, φαίνεται ότι παρέχουν πειστικότερες εξηγήσεις. Η δύσπνοια, ο συριγμός, η ορθόπνοια, τα νυκτερινά επεισόδια παροξυσμικής δύσπνοιας είναι κοινές κλινικές εκδηλώσεις τόσο του βρογχικού όσο και του καρδιακού (:αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας) άσθματος. Η κλινική τους διάκριση μπορεί να είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Σε μια μελέτη (&), ασθενών που εισήχθησαν για αριστερή κοιλιακή ανεπάρκεια, η μ̄PEFR βρέθηκε  224 l/min συγκριτικά με μια συγκρίσιμη ομάδα ασθενών με παρόξυνση άσθματος, στους οποίους η μ̄PEFR ήταν 108 l/min. Παρ΄όλο ότι η PEFR δεν είνα απόλυτα ειδική, τιμές που υπερβαίνουν τα 200 l/min ευνοούν τη διάγνωση της αριστερής κοιλιακής ανεπάρκειας, ως αίτιο της οξείας δύσπνοιας και συριγμού.

επιδράσεις στην ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες

Όπως είναι γνωστό, επιδράσεις στην ανταλλαγή αερίων παρατηρούνται ακόμη και σε -φαινομενικά-ανεπίπλεκτο έμφρακτο του μυοκαρδίου. Οι συνέπειές του αναγνωρίζονται ως μείωση της PaO2 και της SaO2, με φυσιολογικό ή μειωμένο PaCO2, με διεύρυνση της κυψελιδοαρτηριακής διαφοράς οξυγόνου (AaPO2). Παρ΄όλα αυτά, στην καθημερινή κλινική πράξη, αναγνωρίζονται περιπτώσεις οξείας κοιλιακής ανεπάρκειας με, τουλάχιστον παροδική, αυξημένη μερική πίεση διοξειδίου του άνθρακος (*,*). 

  Ο αρτηριακός αποκορεσμός οφείλεται εν μέρει στην σύγκλειση των περιφερικών αεραγωγών των βάσεων και στην εξ αυτού ανατροπή της ισορροπίας του περιοχικού V̇/Q̇. Το μέτρο της υποξαιμίας μπορεί να ενισχυθεί από την επίδραση της χαμηλής καρδιακής εξωθήσεως με συνέπεια την επιδείνωση του αποκορεσμού του μικτού φλεβικού αίματος (*). Επιπλέον, η PaO2 μπορεί να μη διορθώνεται επαρκώς, μετά χορήγηση εμπλουτισμένων μιγμάτων Ο2 (*), γεγονός που αναδεικνύει την παρουσία ποσοστού ανατομικής διαφυγής. Το εύρημα αυτό μπορεί να εξηγηθεί, ικανοποιητικά, με αναφορά στις "καταπλημμυρισμένες" κυψελίδες, αλλά δεν εξηγεί την υποξαιμία επί διαμέσου οιδήματος.

 Η γαλακτική οξέωση δεν είναι, επίσης, ασυνήθης, και, εάν συνδυαστεί με αναπνευστική οξέωση, μπορεί να απολήξει σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του pH (*). Σε μια σειρά (*) ~50% των ασθενών εμφάνισαν μικτή (αναπνευστική και μεταβολική) οξέωση, και μόνο μια μικρότερη αναλογία, αμιγώς αναπνευστική (*). Από την καθημερινή κλινική πράξη επιβεβαιώνετια ότι οι ασθενεις αυτοί βελτιώνονται, μετά επαρκή θεραπευτική αντιμετώπιση και χορήγηση εμπλουτισμένων ,μιγμάτων Ο2 (*), ενώ για τις σοβαρότερες περιπτώσεις, επιφυλάσσεται η παροχή μη  επμεβατικού μηχανικού αερισμού με συνεχή θετική πίεση (: continuous positive airway pressure, CPAP) ή εφαρμογή αναπνευστήρος υποστηρίξεως πιέσεως (: or pressure support
ventilation, *). 

βλέπε: διαταρχές αναπνευστικής λειτουργίας επί καρδιοπαθειών

 

βιβλιογραφία
 Fallat RJ, Jesitt B, Bass M, Kamm, B, Norris FH.
Spirometry in amyotrophic lateral sclerosis. Arch
Neurol 1979; 36: 74–80.
Phillips MF, Smith PE, Carroll N, Edwards RHT,
Calverley PMA. Nocturnal oxygenation and prognosis
in Duchenne muscular dystrophy. Am J. Respir
Crit Care Med 1999; 160: 198–202.
Miller MR, Crapo R, Hankinson J, et al. General
considerations for lung function testing. Eur Respir J
2005; 26: 153–61.
 Miller MR, Hankinson J, Brusasco V, et al.
Standardisation of spirometry. Eur Respir J 2005; 26:
319–38.
 Wanger J, Clausen JL, Coates A, et al.
Standardisation of the measurement of lung volumes.
Eur Respir J 2005; 26: 511–22.
 MacIntyre N, Crapo RO, Viegi G, et al.
Standardisation of the single breath determination
of carbon monoxide uptake in the lung. Eur Respir J
2005; 26: 720–35.