Η επίταση της αναπνοής στην άσκηση είναι αποτέλεσμα χημικών ερεθισμάτων, όπως η ↑του CΟ2 και η οξέωση, νευρογενών ερεθισμάτων κ. ά. Στους υγιείς, η σχέση μεταξύ αερισμού και παραγωγής έργου είναι γραμμική, μέχρις του ορίου 50-60% της V̇Ο2 , αλλά στη συνέχεια, καθίσταται εκεθετική, καθώς ο αερισμός αυξάνεται δυσανάλογα περισσότερο, συγκρτικά με το παραγόμενο έργο, με αποτέλεσμα η V̇E εξακολουθεί να παρακολουθεί την V̇CΟ2 , τουλάχιστον για μέσης φορτίσεως έργο.
Όπως θα συζητηθεί, η αύξηση του αερισμού οφείελται, αρχικά στην αύξηση του αναπνεόμενου όγκου, ενώ η συμμετοχή της αυξήσεως της αναπνευστικ΄ςη συχνότητας είναι μικρή.
Σχηματική αναπαράσταση των μεταβολών του αερισμού, με την αύξηση της εντάσεως της ασκήσεως. Στο γράφημα [α] συσχετίζεται η κατανάλωση Ο2 και η παραγωγή έργου, ως προς τον προακούμενο αερισμό. Διαπιστώνεται ότι η σχέση είναι γραμμική, μέχρις ενός ορίου, που αντιστοιχεί με το »50% της μεγίστης καταναλώσεως Ο2 , V̇Ο2 ΜΑΧ, μετά το οποίο ο αερισμός αυξάνεται εκθετικά.
Στο γράφημα [β], διαπιστώνεται ότι ο αναπνεόμενος όγκος (συνεχής γραμμή) ευθύνεται για την αύξηση του αερισμού, ανάλογα με την παραγωγή έργου, ενώ η αναπνευστική συχνόττηα μεταβάλλεται πολύ λιγότερο. Μετά το όριο που αντιστοιχεί στο »50% της V̇Ο2 ΜΑΧ, ο αναπνεόμενος όγκος δεν αυξάνεται πλέον, με την αύξηση του έργου, καιη πεαιτέρω αύξηση του αερισμού οφείελται στην αύξηση της συχνότητας. Ήδη ο εξεταζόμενος πλησιάζει το όριο του MVV, δηλαδή των αναπνευστικών του εφεδρειών, Br (=MVV-V̇E x100/MVV).
Συνήθως, η μέγιστη τιμή που μποrεί να λάβει ο αναπνεόμενος όγκος, κατά την επί ασκήσεως αύξηση του αερισμού δεν υπερβαίνει το 50-60% της VC. Μετά το όριο αυτό, τυχόν απαιτούμενη περαιτέρω αύξηση του αερισμού αναλμβάνεται από την αύξηση της συχνότητας. Η σχέση του μέγιστου αναπνεόμενουόγκου προς την VC διατηρείται, επίσης, επί παθολογικών καταστάσεων. Η αδυναμία να αυξηθεί περαιτέρω ο αναπνεόμενος όγκος εδράζεται στις μηχανικές ιδιότητες του αναπνευστικού συστήαμτος, αποτελεί συνέπεια της σχέσεως πιέσεως-όγκου στους πνεύμονες και της προοδευτικής μειώσεως της διατασιμότητας των πνευμόνων με την αύξηση του τελοεισπνευστικού όγκου.
Μελέτες της στατικής καμπύλης πιέσεως-όγκου στους πνεύμονες υγιών ατόμων, κατά την άσκηση, δείχνουν ότι, αντίθετα με την ηρεμία, εγκαθίσταται μείωση της διατασιμότητας, εάν ο αναπνεόμενος όγκος (και ο τελοεισπνευστικός όγκος) αυξηθούν πάνω από ένα όριο. Η μείωση της ενδοτικόττηας των πνευμόνων πιθανόν να οφείελται στην αύξηση του όγκου του αίματος στα πνευμονικά ριχοειδή ή στο γεγονός ότι το πνευμονικό παρέγχυμα, ιδιαίτερα ήδη εκπτυγμένο, τελεί σε μηχανικό μειονέκτημα περαιτέρω αυξήσεως.
Η μειωμένη διατασιμότητα συνοδεύεται από μια (μικρότερου εύρους) TLCπου αναλύετι σε μείωση της VCκαι σχετική αύξηση του RV. Το τελευταίο μπορεί να αποδοθεί στην αδυναμία του εξετζομένου να επιτελέσει ικανή εκπνοή, κατά τη διάρκεια της ασκήσεως, ή στα περισς΄τοερο συμφορητικά πνευμονικά τριχοειδή ποπυ υπστηρίζουν τα κυψλιδικά τοιχώματα κι έτσι, αναστέλλοντας την πλήρη εκπνοή.