Οι αυξήσειςστην αναπνυστική συχνότητα είναι –περισσότερο- υπεύθυνες για την αύξηση του V̇E¸ στις όψιμες φάσεις της ασκήσεως. Δηλαδή, με την έναρξη της ασξήσεως αυξάνεται πρώτα οαναπνεόμενος όγκος. Όταν η περαιτέρω αύξησηή του εμποδιστεί από τις ιδιότητες διατασιμότητας τους πνευμονικού παρεγχύματος, τότε, οι αυξημένες ανάγκες σε αρισμό καλύπτονται με αύξηση του ρυθμού αναπνοής. Ο τύπος της αναπ[νοής, κατά τον οποίο έχει υιοθετηεθθί μεγάλη συχνόττηα και μεγάλος αναπνεόμενος όγκος, είναι χαρακτηριστικός της αναπνοής KAusmaul, που παρατηρείται στις μεταβολικ΄ς οξεώσεις. Και ακριβώς, συνθήκες μεταβολικής οξεώεως, παραγωγή γαλακτικού οξέος, αντιμετωπίζει ο οργανισμός, σε ακρραίες, κοπώσεις. Έτσι, αύξηση της αναπνευστικής συχνότητας παρατηρείται επί εγκατατάσεως αναερόβιοου μεταβολισμού –παραγωγή γαλακτικού οξέος.
Η φυσιολογική συχνόττηα αναπνοής, των 12-16 ανά λεπτό, μπορεί να αυξηθεί σε 40-50 ανά λπετό. Αυξήσςι της αναπνευστικής συχνότητας μπορεί να καταγραφούν ακόμη ενωρίτερα και είναι σημαντικές, στην αύξηση του αερισμού, σε άτομα με περιορισμένη ικανότητα αυξήσςω του αναπνεόμενου όγκου απότοκη διαταραχών που αλλοιώνουν την πνευμονική διατασιμότητα.