Μέγιστος εθελοντικός αερισμός, maximum voluntary ventilation, MVV

Παλαιότερα ήταν γνωστός ως μέγιστη αναπνευστική ικανότητα, maximal breathing capacity, MBC (à838).

Ο μέγιστος όγκος άερος που ένα άτομο μπορεί να μετακινήσει μέσα και έξω από τους πνεύμονες στη διάρκεια ενός λεπτού, με εντατική και εθελοντική προσπάθεια. Παρέχει μια μη ειδική συνολική εκτίμηση της αναπνευστικής λειτουργίας. Με τη δοκιμασία αυτή, ελέγχεται η ικανόττηα του εξεταζομένου, εάν μπορεί να διατηρήσει ένα αυξημένο επίπεδο αερισμού. Μειωμένες τιμές ευρίσκονται επί ασθενών με περιοριστικά και, ιδίως, αποφρακτικά σύνδρομα.

Η δοκιμασία του μέγιστου εθελοντικού αερισμού μετριέται για περίοδο 10-15 sec, ενώ ο ελάχιστος χρόνος είναι 5 sec. Ο όγκος που μετακινείται από/προς τους πνεύμονες, στο συγκεκριμένο διάστημα, ακολούθως, προβάλλεται στο λεπτό. Πχ., για δοκιμασία διάρκειας 15 sec, ο MVV υπολογίζεται ως εξής:

 

MVV=μετρηθείς όγκος Χ 60 sec/15 sec                                                 

    Ή 

MVV= μετρηθείς όγκος Χ 4.

Ο έλεγχος του MVV είναι χρήσιμος για τη διερεύνηση της ικανότητας αερισμού των ατόμων, κατά την άσκηση.

Ο MVV μπορεί να μετρηθεί με τη βοήθεια οποιουδήποτε σπιρομέτρου που μπορεί να μετρήσει και να καταγράψει μετακινούμενους προς/από τους πνεύμονες όγκους. Μερικά από τα παλαιότερα όργανα μπορούν να καταγράψουν μόνο το ίχνος των μετακινούμενων όγκων σε κάθε αναπνοή. Οι, κατά αναπνοή, όγκοι πρέπει, ακολούθως, να προστεθούν, χειροκίνητα ή ηλεκτρονικά, όπως στο σχήμα,  πριν ο συνολικός όγκος προβληθεί στο χρονικό διάστημα ενός λεπτού της ώρας. Στον ασθενή παραγγέλλεται να αναπνέει όσο πιό γρήγορα και βαθειά μπορεί, ώστε να επιτύχει έναν ρυθμό 70-120 αναπνοών το λεπτό. Οι αναπνοές πρέπει να είναι μεγαλύτερες από το συνήθη αναπνεδόμενο όγκο, αλλά είναι μικρότερες από τον όγκο της VC, όπως όταν κανείς τρέχει γρήγορα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μέτρηση δεν αρχίζει πριν ο ασθενής σταθεροποιήσει ένα γρήγορο και δυνατό ρυθμό αναπνοής. Μετά την έναρξη, ο εξεταζόμενος πρέπει να συνεχίσει το ρυθμό αναπνοής επί τουλάχιστον 5 δευτερόλεπτα, αν και συνήθως, η διάρκεια της δοκιμασίας προσεγγίζει τα 10-15 secs. Η επιτυχία της δοκιμασίας εξαρτάται, κυρίως, από την προσπάθεια του εξεταζομένου. Για το λόγο αυτό, ο τεχνολόγος πρέπει να τον ενθαρρύνει συνεχώς και να παραγγέλλει τις δυνατές και γρήγορες αναπνοές με την εκφώνηση: ”μέσα-έξω-μέσα-έξω”. Μετά την εκτέλεση της δοκιμασίας μπορεί να δοκιμαστεί εάν η προσπάθεια ήταν ικανοποιητική ή όχι. Η προβλεπόμενη τιμή του MVV, ανεξάρτητα από την παρουσία παθήσεως, εκτιμάται με την ακόλουθη εξίσωση:

FEV1 εξεταζομένου Χ 35 = εκτίμηση MVV                    {1}                                          

Πχ., ένα άτομο με FEV1=2.5 l αναμένεται να αποδίδει MVV στο ύψος των 70 l/min (à854).

Στους παράγοντες που μπορούν να καταστήσουν τη δοκιμασία αποδεκτή συμπεριλαμβάνονται (α) Η καμπύλη όγκος-χρόνος που πρέπει να είναι ρυθμική ως προς τον όγκο ή τις ταχύτητες ροής· (β) Η τελοεκπνευστική βασική γραμμή στο ίχνος καταγραφής παραμένει σχετικά σταθερή· (γ) Η μόνη εξαίρεση είναι όταν η αλλαγή της βασικής γραμμής οφείλεται στην παγίδευση αέρος· (δ) η παγίδευση αέρος αναγνωρίζεται επειδή η γραμμή βάσης κλείνει προς το επίπεδο της TLC προοδευτικά, από το επίπεδο της FRC, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας· (ε) η τιμή που παραλαμβάνεται από την εκτέλεση της δοκιμασίας πρέπει να είναι πλησίον της τιμής που εκδίδεται από την εξίσωση 1. (στ) η αναπαραγωγιμότητα της δοκιμασίας αναγνωρίζεται όταν οι τιμές μεταξύ διαδοχικών δοκιμασιών δεν διαφέρουν περισσότερο από το 10% εκάστης. Πρέπει να διενεργηθούν τουλάχιστον δύο αποδεκτές δοκιμασίες. (ζ) Ως καλύτερη δοκιμασία αναγνωρίζεται εκείνη με τη μεγαλύτερη τιμή MVV.

Μερικοί ασθενείς, ιδίως εκείνοι με υπεραντιδραστικούς αεραγωγούς (άσθμα), κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας εμφανίζουν βρογχόσπασμο, που υφίετραι ευχερώς, με εισπνοή βραχείας δράσεως β2-διεγέρτη (π.χ., σαλβουταμόλη, 100-200 μg), πριν τη δοκιμασία· Eάν προκληθεί βρογχόσπασμος, τα αποτελέσματα θα είναι κατώτερα των αναμενομένων και η παγίδευση αέρος θα φανεί από την κλίση της βασικής γραμμής προς το επίπεδο RV.

Οι φυσιολογικές τιμές του MVV είναι ανάλογες του ύψους και αντιστρόφως ανάλογες με την ηλικία. Οι άνδρες τείνουν να έχουν μεγαλύτερες τιμές MVV (περίπου 160 l/min) συγκριτικά με τις γυναίκες (περίπου 120 l/min). Η τιμή του MVV μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας, τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες. Τιμές στα όρια ±30% των προβλεπομένων τιμών, θεωρούνται φυσιολογικές.

Είναι ενδεχόμενο, ασθενείς με περιοριστικά σύνδρομα να έχουν τιμές MVV μέσα στα ανεκτά όρια. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ασθενείς αυτοί έχουν την ικανότητα να αντιρροπούν τη μείωση του μετακινούμενου όγκου, λόγω του περιοριστικού συνδρόμου, με αύξηση του ρυθμού αναπνοής. Ήπιου προς σοβαρού βαθμοιύ αποφρακτικές πνευμονοπάθειες παρέχουν παθολογικές τιμές MVV, που οφείλονται στην επιδείνωση της παγιδεύσεως αέρος και στην κόπωση των αναπνευστικών μυών, που παρατηρείται με αυτό τον τύπο αναπνοής (όπου ο VT»VC).

Οι προβλεπόμενες τιμές της παραμέτρου μπορούν να αποδωθούν από τις εξισώσεις προσομοιώσεως:

Άνδρες:  (1.19·Η)-(0.816·Α)-37.9

Γυναίκες: (0.84·Η)-((0.685·Α)-4.87, όπου Η=ύψος, σε cm και Α=ηλικία, σε έτη

βλέπε

Μέγιστος εθελοντικός αερισμός και V̇E
Μέγιστος εθελοντικός αερισμός, διακυμάνσεις

Η μέτρηση διενεργείται με τον εξεταζόμενο, συνδεόμενο  στο σπιρόμετρο, να εισπνέει και εκπνέει όσο το δυνατόν βαθύτερα, βιαιότερα και ταχύτερα, επί 12-15 secs. Ο συνολικά εκπνεόμενος όγκος αέρος στο πρώτο λεπτό, ονομάζεται μέγιστος εθελοντικός αερισμός (à853). Eκφέρεται σε L/sec ή L/min. Η δοκιμασία αντανακλά [α] τη λειτουργική ακμαιότητα των αναπνευστικών μυών, [β] την ενδοτικότητα του συστήματος "πνεύμονες-θώρακας" και, [γ] τις αντιστάσεις στους αεραγωγούς. Αποτελεί χρήσιμη παράμετρο αποτιμήσεως προεγχειρητικού ελέγχου, καθώς αποτελεί πρόβλεψη της μετεγχειρητικής αποδόσεως των αναπνευστικών μυών. Επομένως, ο MVV μπορεί να ειδωθεί ως μέτρο ισχύος των αναπνευστικών μυών. Σημειώνεται, πάντως, ότι η δοκιμασία αυτή εξαρτάται από την προσπάθεια και, επομένως, είναι περιορισμένης σημασίας για την πνευμονική απόδοση και το μέτρο της ενδοτικότητας.