Με το MVV αποτιμάται η κατάσταση των αναπνευστικών μυών, η ενδοτικότητα του συστήματος ‘θώρακος-πνεύμονες’ και οι αντιστάσεις που προβάλλονται από από τους ιστούς και τους αεραγωγούς. Οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται σε ευρύ διάστημα, περίπου ~30% από τη μέση τιμή, ώστε μόνο μεγάλες αποκλίσεις αποκτούν κλινική σημασία.
Η πρακτική σημασία της δοκιμασίας είναι ότι επί φυσιολογικών αποτελεσμάτων, μπορεί, πρακτικά, να αποκλεισθεί η ύπαρξη εκσημασμένου αποφρακτικού ή περιοριστικού συνδρόμου, καθώς η πιθανότητα ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων είναι περίπου αμελητέα. Αντίθετα, η πιθανότητα ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Αν αποφασισθεί η εκτέλεση της δοκιμασίας, πρέπει να καταγράφεται ολόκληρη η καμπύλη, καθώς μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα από την επισκόπησή της. Στο σχήμα (à853), απεικονίζονται οι τυπικές μορφές της δοκιμασίας, επί διαγράμματος όγκου-χρόνου, που παρήχθησαν από έναν ασθενή με αποφρακτικό νόσημα (πάνω) κι ένα ασθενή με περιοριστικό νόσημα (κάτω). Ο ασθενής με περιοριστικό νόσημα υπεραερίζει χωρίς μεταβολή του τελο-εκπνεστικού του επιπέδου και, βασικά, αυξάνει τον αερισμό του, με αύξηση της συχνότητας αναπνοών, μάλλον, παρά με αύξηση του αναπνεόμενου όγκου. Με τον τρόπο αυτό, το έργο αναπνοής ελαχιστοποιείται. Αντίθετα, ο αποφρακτικός ασθενής επιλέγει να εκτελέσει τις αναπνοές του σε υψηλούς πνευμονικούς όγκους, επειδή στην περιοχή αυτή, η πίεση ελαστικής επαναφοράς είναι μεγαλύτερη, ώστε εξασφαλίζεται καλύτερη εκπνευστική βατότητα των αεραγωγών. Με τη δοκιμασία αυτή αναδεικνύεται η παγίδευση αέρος, εάν υπάρχει και η διάταση των αναπνευστικών μυών.
Ο ΜVV μπορεί να διατηρείται φυσιολογικός σε άτομα με περιοριστικά νοσήματα, εφ΄όσον ο περιορισμός της κινητικότητας του θώρακος δεν επηρεάζει σημαντικά την κινητικότητα των αναπνευστικών μυών. Ο ΜVV μειώνεται στα αποφρακτικά σύνδρομα, μέσης.