Κατανομή αιματώσεως

Η κατανομή του αίματος στους πνεύμονες επηρεάζεται, κυρίως μεν, από τη βαρύτητα, αλλά και δευτερευόντως από την κυψελιδική και τη φλεβική πίεση.
Η βαρύτητα επιδρά όχι μόνο στην κατανομή του αερισμού, αλλά και στην κατανομή της αιματώσεως, ιδίως επί ορθίας θέσεως και στην ηρεμία. Στη θέση αυτή, η κορυφή του πνεύμονα ευρίσκεται 15 cm πάνω και η βάση, 15 cm κάτω από την έκφυση της πνευμονικής αρτηρίας. Αν η μέση αρτηριακή πίεση είναι 15 mmHg δημιουργείτσι διαφορά πιέσεως στην πνευμονική κυκλοφορία του πνεύμονα, εφ΄όσον στις μεν κορυφές αφαιρείται η πίεση της στήλης αίματος 15 cm, ενώ στις βάσεις προστίθεται. Έτσι, η πίεση στην κορυφή είναι 0 και στις βάσεις 30 cm. Επομένως, οι κορυφές αιματώνονται ελάχιστα, αλλά εκεί κατευθύνεται και λιγότερος αέρας, ενώ στις βάσεις θα είναι μεγάλη, όπου και ο περισσότερος αέρας. Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όταν η μέση αρτηριακή πίεση είναι 15 cm, η συστολική θα είναι 30 cm, που σημαίνει ότι η οι κορυφές αιματώνονται τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της συστολής. Αν η πνευμονική πίεση αυξηθεί, τότε, η αιμάτωση των κορυφών του πνεύμονα αυξάνεται, χωρίς αντίστοιχη αύξηση του αερισμού των κορυφών. Επισημαίνονται περιοχικές διαταραχές V̇/Q̇, εδώ προς την κατεύθυνση της διαφυγής. Προκύπτει υποξαιμία, που αντιμετωπίζεται με δυσκολία με παροχή εμπλουτισμένων μιγμάτων Ο2.



Βλέπε: κατανομή αίματος και υποξία / Κατανομή αιματώσεως, εξάρτηση από την κυψελιδική πίεση


Κατανομή της αιματικής ροής στους πνεύμονες. Η κατανομή της αιματικής ροής στους πνεύμονες επηρεάζεται από τα ανατομικά χαρακτηριστικά και τη βαρύτητα. Αναγνωρίζεται κάθετη κλίση στη μέση ροή που αυξάνεται από τις κορυφές προς τις βάσεις του πνεύμονος. που οφείλεται στις επιδράσεις της βαρύτητας. Εν τούτοις, σε κάθε επίπεδο, παρατηρείτια μεγάλη διακύμανση της αιματικής ροής στις διάφορες ανατομικές περιοχές με τις υψηλόερες ροές να διανέμονται ραχιαία. Η τάση της αιματικής ροής να είναι υψηλότερη στις ραχιαίες και βασικές περιοχές, διατηρείται ακόμη κι αν η καυτευθυνση της βαρύτητας είναι ανάστροφή, γεγονός που δείχνει ότι ο τύπος των ανατομικών διακλαδώσεων είνια κρίσιμης σημασίας στην κατανομή της ροής.
Η βαρυτική επίδραση στην κατανομή της ροής κατανοείται διαρώντας τον πνεύμονα καθέτως, σε τέσσερις αλληλοεπικαθήμενες ζώνες (του West), στη βάση της σχέσεως των αγγειακών και κυψελιδικών πιέσεων. Οι ενδαγγειακές πιέσεις είναι υψηλότερες στις βάσεις των πνευμόνων παρ΄ό,τι στις κορυφές, κατά ποσοστό ίσο με την κάθετη υδροσταική πίεση που ασκεί μια στήλη του ύψους του πνεύμονος. Κοντά στις κορυφές των πνευμόνων, ζώνη Ι, η πίεση στις κυψελίδες, ΡΑ, είναι μεγαλύτερη, τόσο της φλεβικής, Ρρv, όσο και της αρτηριακής, Ρρα,  πιέσεως και προκαλεί σύγκλειση των αγγείων εκτός εκείνων στις κυψελιδικές γωνίες, που παραμένουν ανοικτά κι επιτρέπουν τη συνέχιση της ροής. Κάτω απ' αυτή, είναι η ζώνη ΙΙ, η Ρρα υπερβαίνει την της ΡΑ, αλλά η ΡΑ είναι μεγαλύτερη της Ρpv έτσι, ώβστε η ροή εξαρτάται από τιαφορά πτων πιέσεων Ρρα και ΡΑ. Τα αγγεία παραμένουν βατά, αλλά είναι, σε κρίσιμο σημείο εστενωμένα, προς το κατικόν τμήμα, όπου η φλεβική πίεση είναι μικρότερη της ΡΑ. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται ότι η ροή καθίσταται ανεξάρτητη της κατιούση φλεβικής πιέσεως. Προς το μέσον και κατώτερο πνευμονικό πεδίο, διαμορφώνονται συνθήκες 'ζώνης ΙΙΙ'. όπου τόσο η Ρρα όσο και ηγ Ρpv είναι μεγαλύτερες της ΡΑ, τα αγγεία, έτσι, διαστέλλονται, και η ροή είναι μεγαλύερη. Η ζώνη IV περιορίζεται σε μια μικρή -την πλέον εξαρτώμενη από τη βαρύτητα, περιοχή του πνεύμονος, όπου η ροή ελαττώνεται, εκ νέου. Έχει υποτεθεί ότι η εκ νέου μείωση της ροής είναι αποτέλεσμα αυξημένων αγγειακών αντιστάσεων λόγω των χαμηλών πνευμονικών όή περιαγγειακού οιδήματος στην περιοχή αυτή. [βλ.: ρύθμιση αιματικής ροής]