Δύσπνοια, διαγνωστική προσέγγιση

 

παθοφυσιολογία

αιτιολογία

απόφραξη αεραγωγών: ↑αντιστάσεων στη ροή

άσθμα., ΧΑΠ, βρογχεκταασίες, κυστική ίνωση, όγκος, ξένο σώμα

παρεγχυματικές παθήσεις: ↑αντιστάσεων στην έκπτυξη του παρεγχύματος

πνευμονικό οίδημα, (καρδιογενές ή μη καρδιογενές), διάμεση πνευμονοπάθεια, πνευμονία

αγγειακές παθήσεις: V̇/Q̇ διαταραχές

μεγάλα αγγεία: πνευμονική εμβολή, διήθηση από όγκο

μικρά αγγεία: αγγειΐτις, πμευμονική υπέρταση, διάμεση νόσος, πν. Εμφύσημα, πνευμονία

θωρακικός κλωβός: ↑των αντιστάσεων στην έκπτυξη του Θώρακος/διαφράγματος, αδυναμία αναπνευσιτκών μυών

παθήσεις του υπζωκότος: μεγάλες πλ. συλλογές, ίνωση του υπεζωκότος.

θωρακικό τοίχωμα: κυφοσκολίωση, ↑της ενδοκοιλιακής πιέσεως

νευρομυικά νοσήματα:

υπερδιάταση: ΧΑΠ, άσθμα

διέγερση υποδοχέων

χημειοϋποδοχείς: υποξαιμία, μεταβολική οξέωση,

μηχανοϋποδχοείς: ILD, πνευμονικό οίδημα, πνευμονική υππέρταση, πνευμονική εμβολή

↓της ικανότητας μεταφοράς  Ο2    αλλά ~PaΟ2  

αναιμία, μεθαιμοσφαιριναιμία, HbCO

ψυχολογική διαταραχή

ευερεθιστότητα, πανικός, κατάθλιψη, σωματοποίηση (ΝΦΔ)

απεικονιστικά:  ακτινογραφία θώρακος· σπινθηρογράφημα αερισμού-αιματώσεως· υπερηχο καρδιογράφημα· MRI· αξονική τομογραφία θώρακος, μεσοθωρακίου· σπινθηρογράφημα Γαλλίου.
Λειτουργικός έλεγχος αναπνοής: σπιρομέτρηση· πληθυσμογραφία σώματος· μέτρηση πνευμονικών όγκων με τεχνικές αραιώσεως· καρδιοπνευμονική κόπωση· έλεγχος διαχυτικής ικανότητας· δοκιμασίες βρογχικής προκλήσεως· παλμική οξυμετρία· ΑΑΑΑ· κατανάλωση Ο2 στο μυοκάρδιο.
Καρδιολογικές εκτιμήσεις: ΗΚΓ· υπερηχοκα ρδιογράφημα· μέτρηση νατριουρητικού πεπτιδίου· καταγραφή Holter· σπινθηρογράφημα με θάλλιο· καρδιακός καθετηριασμός· κατανάλωση Ο2· κοιλιογραφήματα.
Ψυχολογική εκτίμηση: εξετάσεις διανοητικής επάρκειας· εκτίμηση αγχωδών καταστάσεων (σύνδρομο πανικού χωρίς φόβο).

μηχανισμός της δύσπνοιας
Από το 1868, η υποξαιμία, η υπερκαπνίας και οι διαταραχές οξεοβασικής ισορροπίας έχουν θεωρηθεί ως αίτια της δύπσνοιας. Περί το 1930, πιστευόταν ότι οι χημικές διαταραχές διαδραμάτιζαν δευτερεύοντα ρόλο και ότι η δύσπνοια ήταν αντανακλαστικής υφής. Το 1952, οι Garison et al., έδειξαν ότι η αναπνοή διεγείρεται από αντανακλαστικά με΄σω του πνευμονογαστρικούκαι τα αντανακλαστικά αυτά ενεργοποιούνται από τα κεντρικά αγεία,, επαγόμενα από μεταβολές των πιέσεων , και τις μυΙκές κινήσεις. Η μηχανική της αναπνοπής ως σηματικός παράγοντας στην παθογένεια της δύσπνοιας, εκτιμήθηκε την εποχή εκείνη. Το 1958, O Mcllory συμπέρανε ότι η δύσπνοια απήγετο ΄ποταν οι σκελετικοί μύες βίωναν έλλειψη οξυγόνου, αλλά ργότερα, 1963, ο Cambell και ο Howell θεώρησαν την ανατροπή στην σχέση μεταξύ της πιέσεως και της μετατοπίσεως των αναπνευστικών μυών ως νευροφυσιολογικό αίτιο της δύσπνοιας. Η πίεση, καθιστάμενη αντιληπτή από υποδοχείς στους τένοντες και του μήκους (όγκος ή ροή) μεσολαβο΄θυμ,ενο από τους μύες και υποδοχείς συνάψεως, μετσφέρονται μέσω του νευρικού συστήματος. Η κεντρική επεξεργασία των σημάτων αυτών καθορίζει έναν ενεργό νευροφυσοιολογικό μηχανισμό μέσω του οποίου καθίσταται δυνατή η αντίληψη της δύσπνοιας. Την εποχή, εκείνη, οι ίνες γ- κεντρομόλες ίνες θεωρήθηκαν ως κινητικοί νευρώνες των σκελετικών μυών. Η αύξηση της εκκενώσεως στις περιτονίες των μυών, ως αποτέλεσμα διατάσεως των μυών μπορούσαν να διεγείρουν φυγόκεντρες και διέγερση των κινητικών νευρώνων, αντανακλαστικά. Αργότερα, ο Campell δευκρίνισε ότι επρόκειτο για σχέση μήξκους πιέσεως, μάλλον, παρά για σχέση μήκους-μήκους. Θεωρήθηκε ότι η ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ της προγραμματισμένης μεταβολής μυϊκού μήκους και της συντελεσθείσας ήταν το αίτιο της δύσπνοιας, σύμφωνα με την περιγραφόμενη υπόθεση. Έτσι, το έργο αναπνοής, η διαπνευμονική πίεση, η ανεπάρκειαα οξυγόνου, η υποξαιμία, η υπερκαπνία, η οξυαιμία, η αύξηση του αερισμού, η θεωρία της ανατροπής της σχέσεως μήκος/μήκος ή μήκος/πιέσεως, αναμίχθυκαν στην κατανόηση του μηχχανισμού της δύσπνοιας την οποία, εν τούτοις, εξηγούν ανεπαρκώς.
Ένας από τους μηχανισμούς της δύπσνοιας είναι εκείνος που περιογράφεται ως 'διψα για αέρα'. Η κλασματική MRI έχει χρησιμοποιηθεί in vivo για τον καθορισμό των περιοχών αυξημένης νευρωνικής δραστηριότητας, στο ΚΝΣ, όταν επάγεται πειραματικά δύσπνοια σε υγιείς εθελοντές. Η 'δίψα για αέρα΄προκλήθηκε πειραματικά, μειώνοντας τον VT, οπότε διαπιστώθηκε ότι πολλές περιοχές εμφάνισαν νευρωνική κινητικότητα, ιδίως σε περιοχές του ΚΝΣ όπως τα σκέλη, η έλικα και η αμυγδαλή. που διαμοιράζονται κοινές απαντήσεις σε τοξικά ερεθίσματα ή απειλε΄ς όπως ο πόνος η δίψα, και η πείνα, και φέρουν πληθώρα υποδεοχέων οπιοειδών (β19). Σημειώνεται ότι οι αγωνιστές των οπιοειδών είναι, πιθανό, εν μέρει λόγω της δράσεώς τους στους κεντρικούς χημειοϋποδοχείς στον μεσεγκέφαλο και στον μονήτρη πυρήνα στον προμήκη (β19). Τα επώδυνα ερεθίσματα εμφανίζονται να αντιστρέφουν τις κατασταλτικ΄λες επιδράσεις της αναπνοής που διαμεσολαβούνται μέσω αυτών των οδών, διεγείροντας την αναπνοή. Στην περιφέρεια, οι υποδοχείς των οπιοειδών είναι παντού διεσπαρμένοι, όπως  στους περιφερικούς χημειοϋποδοχείς, στα κύτταρα glomus I των καρωτιδικών σωματίων, που είναι ευαίσθητα στην υποξαιμαία και την υπερκαπνία το πνευμονογαστρικό ν. και οι μηχανοαισθητικοί υποδοχείς καθ΄όλη την έκταση του πνεύμονος (επιθηλιακή στιβάδα, υποβλενογόννιος χιτώνας και μυϊκός χιτώνας).   
θεωρίες αισθητικότητας. Μετά την αναγνώριση των αισθητικών μηχανισμών εκτιμήθηκε ότι, όπως και προκειμένου με άλλες συνειδητοποιήσεις στην εσωτερική λειτουργία, η δύσπνοια πυροδοτείται από φυσικά ερεθίσματα που εισάγονται στο νευρικό σύστημα μέσω δράσεως στους αισθητικούς υποδοχείς. Η αναπνοή συνειδητοποιείται μέσω των αισθητικών υποδοχέων που είναι διάσπαρτοι στοο αναπνευστικό σύστημα κια  σ΄αυτούς συγκαταλέγονται οι ερεθισμοϋποδοχείς, οι υποδοχείς τάσεως, οι υποδοχείς J, οι κεντρικοί και περιφερικοί χημοϋποδοχείς, οι μυϊκοί υποδοχείς, οι κεντρικές παράπλευρες εκκενώσεις και οι υποδοχείς του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος.
Η συνειδητοποίηση της αναπνοής, ως δύσπνοια, άρεχεται με την ενεργοποίηση του αισθητικού συστήματος, που εμπλέκεται στην αναπνοή. Αισθητικές πληροφορίες μεταφερόμενες σε υψηλότερα κέντρα, όπου υπό την επίδραση άλλων σημάτων, σχετιζόμενων με την αναπνοή, και επιρροών γνωστικών, συμπεριφοριολογικών κλπ., τροποποιούν την τελική έκφραση της εν λόγω αισθήσεως. Το σύστημα κεντρικού ελέγχου της αναπνοής συνίσταται από αναπνευστική κινητική δραστηριότητα που προέρχεται από ομάδες νευρώνων στον προμήκη και οι φυγόκετρες εκκενώσεις ενεργοποιούν τους αναπνευστικούς μύες που προκαλούν την διάταση τω πνευμόνων και την επιτέλεση της εισπνοής, με την οποιία ρυθμίζεται το οξυγόνο, το διοξείδιο και η συγκέντρωση ιόντων στο αίμα. Οι χημοϋποδοχείς στα περιφερικά αιμαγγεία και τον εγκέφαλο και οι μηχανοϋποδοχείς στους αεραγωγούς, τους πνεύμονες και τους αναπνευστικούς μύες στο θωρακικό τοίχωμα ρυθμίζουν το αυτόματο επίπεδο και τον τύπο της αναπνοής. Οι αισθητικότητα των κεντρικών και των περιφερικών χημοϋποδοχέων μεταβάλεται ανάλογα με τις μερικές πιέσεις του οξυγόνου και διοξειδίου στο αίμα και, επάγουν την προώθηση σημάτων στα αναπνευστικά κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την αναπνοή, στις τρέχουσες μεταβολικές συνθήκες. Κεντρομόλες ώσεις από υποδοχείς του πνευμονογαστρικού στους αεραγωγούς και το πνευμονικό παρέγχυμα ασκούν επιρροή στο επίπεδο και τον τύπο της αναπνοής. Ομοίως, οι πνευμονικοί υποδοχείς τάσεως οι ερεθισμοϋποδοχείς γύρω από τα επιθηλιακά κύτταρα των βρογχικών τοιχωμάτων, που διεγείρονται μέσω ερεθισμάτων στον βρογχικό βλεννογόνο, επίσης από τις υψηλές ροές και του αυξημένου μυϊκού τόνου, και οι ίνες C στο διάμεσο ιστό των πενυμόνων διεγείρονται και εισφέρουν στη ρύθμιση της αναπνοής. Οι αναπνευστικοί μύες διαδραματίζουν κεντρικής σημασίας ρυθμιστικό ρόλο μέσω των μυϊκών περιτονιών και των τενόντων του διαφράγματος. Οι χημοϋποδοχείς και οι μηχανοϋποδοχείς του πνεύμονος και του θωρακικού τοιχώματος εκπέμπουν πληροφορίες αναφορικά με τη χημική κατάσταση του μικροπεριβάλλοντος του σώματος και της μηχανικής ακταστάσεως στην οποία ευρίσκεται η αναπνευστική συσκευή. Ακολούθως τα σήματα αυτά αντιγραφόμενα προωθούνται σε ανώτερα κέντρα, δια των οποίων καθίσταται δυνατή η συνειδητοποίηση της αναπνοής. Έτσι, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί με αφετηρία το εσωτερικό περιβάλλον (milieu interieur, του C. Bernard), και προαγόμενοι μέσω των περιφερικών υποδοχέων στους πνεύμονες, τους αεραγωγούς, το θωρακικό τοίχωμα, τους αναπνευστικούς μύες, τους νευρώνες, το αγωγό σύστημα προς τα κέντρα της αναπνοής στο ΚΝΣ, και τα υψηλότερα εγκεφαλικά κέντρα όλα διαδραματίζουν αναντικατάστατο ρόλο στην αίσθιηση της δύπνοιας.
|μηχανισμός της δύσπνοιας | Δοκιμασία 6λεπτης βαδίσεως