Οι μύες της αναπνοής (Αναπνοής, μύες) διακρίνονται στους εισπνευστικούς και εκπνευστικούς, στους κύριους και επικουρικούς. Οι κύριοι αναπνευστικοί μύες είναι το διάφραγμα, οι μεσοπλεύριοι μύες και οι μύες του κοιλιακού τοιχώματος. Από αυτούς, εισπνευστικοί μύες είναι το διάφραγμα, οι έξω μεσοπλεύριοι μύες και το μεσοχόνδριο τμήμα των έσω μεσοπλευρίων. Η σύσπαση του διαφράγματος ελαττώνει την ενδοθωρακική πίεση (δηλαδή την ενδοϋπεζωκοτική, PPL) και αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση με την κάθοδο του θόλου του διαφράγματος. Επί ήπτιας θέσης ευπνοϊκού ατόμου, το διάφραγμα ευθύνεται για τα 2/3 του αναπνεόμενου όγκου. Το διάφραγμα νευρώνεται από το φρενικό νεύρο, που εξορμάται από το 3,4 και 5 θωρακικό νευροτόμιο. Οι έξω μεσοπλεύριοι μύες νερώνονται από τα Τ1-Τ11 νευροτόμια. Οι επικουρικοί μύες δεν ενεργοποιούνται σε συνθήκες εύπνοιας, αλλά κατά τη βίαιη αναπνοή, κατά την άσκηση, το βήχα, τον πταρμό, στις χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες και σε άλλες έκδηλες παθολογικές εκτροπές μεγάλης μειώσεως της πνευμονικής διατασιμότητας ή αυξήσεως των αντιστάσεων ροής. Στους επικουρικούς εισπνευστικούς μύες συγκαταλέγεται ο στερνοκλειδομαστοειδής και οι σκαληνοί μύες. Επί ΧΑΠ, παρατηρείται υπερτροφία του στερνοκλειδομαστοειδούς, που εισφέρει στο διαμορφούμενο φαινότυπο των ασθενών αυτών. Με τον όρο παράδοξη αναπνοή, εννοούμε την προς τα πάνω έλξη του διαφράγματος, κατά την εισπνοή, επί παραλύσεώς του.
Η ήρεμη εκπνοή διενεργείται παθητικά και βασίζεται στην απελευθέρωση της ενέργειας που αποθηκεύτηκε κατά την ελαστική παραμόρφωση των ελαστικών ινών, οι οποίες διατάθηκαν κατά την προηγούμενη εισπνοή. Οι μύες της εκπνοής ενεργοποιούνται επί ενεργού εκπνοής, κατά την άσκηση, το λόγο, το βήχα, τον πταρμό και τη βίαιη εκνπνοή. Η βίαιη εκπνοή είναι ενεργητικό φαινόμενο στο οποίο συνδράμουν οι εκπνευστικοί επικουρικοί μύες, οι έσω μεσοπλεύριοι (το μεσόστεο τμήμα αυτών), οι κοιλιακοί (ο έσω και ο έξω πλάγιος και ο εγκάρσιος κοιλιακός).
Έκπτωση των λειτουργικών τους εφεδρειών οφείλεται σε ποικιλία παραγόντων που προσβάλουν τα κινητικά νεύρα, τη νευρομυϊκή σύναψη, και το μυϊκό κύτταρο. Οι χρόνιες νευρομυϊκές παθήσεις συνεπάγονται μείωση των πνευμονικών όγκων, ελάττωση της αποδοτικότητας του βήχα και άλλων αντανακλαστικών προστασίας. Οι πάσχοντες υιοθετούν ειδικό τύπο αναπνοής, με συχνότερο ρυθμό και μικρότερο αναπνεόμενο όγκο, επομένως, εμφανίζουν αύξηση του αερισμού του νεκρού χώρου, V̇D, που μπορεί να οδηγήσει σε υποξαιμία και αναστολή του υποκαπνικού αποτελέσματος που, κατά κανόνα προκαλεί η ταχύπνοια. Η κόπωση των αναπνευστικών μυών εκδηλώνεται με υπερκαπνία (εξωπνευμονικής αιτιολογία κυψελιδικός υπαερισμός). Ως κόπωση των αναπνευστικών μυών νοείται η αδυναμία τους να διατηρήσουν την αναμενόμενη δύναμη με συνεχείς συσπάσεις, που είναι αναστρέψιμη. Οι εισπνευστικοί μύες μπορεί να κοπωθούν και να επισπεύσουν ή να επιδεινώσουν την αναπνευστική ανεπάρκεια.