Αιμόπτυση

βλέπε, επίσης: αιμόπτυση και Αιμόπτυση

Αιμόπτυση ορίζεται ως η απόχρεμψη αίματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα (τραχειοβρογχικό δένδρο +πνευμονικό παρέγχυμα). Οφείλεται σε ποικιλία εκλυτικών παραγόντων, και αποτελεί πρώτιστη αιτία παραπομπής σε πνευμονολογική διερεύνηση. Το ποσόν του αίματος που αποχρέμπτεται κυμαίνεται από ίχνη που αναμιγνύονται στα πτύελα (αιμόφυρτα πτύελα) μέχρι μεγέλες ποσότητες αθρόας αποβολής καθαρού αίματος και εξαρτάται όχι μόνο από το ρυθμό αιμορραγίας, αλλά και από την εντόπιση της βλάβης που την προκαλεί. Π.χ., η αιμορραγία που παράγεται από βλάβες του παρεγχύματος ή των άπω βρογχιολίων μπορεί να είναι ελάχιστη ή να μην καταλήγει σε αιμόπτυση, ενώ μικρή αιμορραγία σε κεντρικό αεραγωγό συνήθως απολήγει σε σημαντικού βαθμού αιμόπτυση.

Η αιμόπτυση, από μόνη της συνήθως, δεν συνεπάγεται σοβαρή νοσηρότητα ή θνησιμότητα, αλλά αποτελεί σημείο υποκείμενης και, μερικές φορές, αδιάγνωστης, παθολογίας.

Επομένως, η αιμόπτυση είναι άκρως σημαντικό σύμπτωμα και οι υποκείμενοι αιτιολογικοί παράγοντες πρέπει να διερευνώνται διεξοδικά. Επιπλέον, αποτελεί ένδειξη επείγουσας εισαγωγής στο Νοσοκομείο.

Η μαζική αιμόπτυση είναι ασυνήθης, αλλά δυνητικά απειλητική για τη ζωή, κλινική συνδρομή, επειδή η ενδοβρογχική κατάληψη που συνεπάγεται οδηγεί σύντομα σε βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται άμεση εκτίμηση, ενδοκλινική αντιμετώπιση, και εφαρμογή ειδικής θεραπείας, ώστε θα συζητηθεί σε ανεξάρτητη ενότητα στην παρούσα ανασκόπηση. 

Βρογχεκτασίες

Σε μελέτες πριν το 1960, οι βρογχεκτασίες αποτελούσαν την πρώτη αιτία αιμοπτύσεως και συχνά αφορούσαν το 25-35% των περιπτώσεων αιμοπτύσεως. Στις επόμενες δεκαετίες, οι συχνότητες αυτές μειώθηκαν δραστικά, και ήδη, οι βρογχεκτασίες αριθμούν πσοσοτά <5%, ως αίτια αιμοπτύσεως. Παρ΄όλο ότι η μείωση αυτή αποδίδεται ορθώς στην ορθή χρήση αντιβιοτικών και αντιφυματικών φαρμάκων, μπορεί να θεωρηθεί ότι επίσης οφείλεται στη μείωση των διενεργουμένων βρογχογραφιών, που αποτελεί τη βασική διαγνωστική μέθοδο στις περιπτώσεις αυτές. Από της εισαγωγής της HRCT, οι βρογχεκτασίες διαγιγνώσκονται με αυξανόμενη συχνότητα και πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι παραμένουν σημαντική αιτία αιμοπτύσεως. 

Λοίμωξη

Η λοίμωξη παριστά το σχυνότερο αίτιο της αιμοπτύσεως, ενόσω καλύπτει το 60-70% των περιπτώσεων[i]. Η λοίμωξη προκαλεί επιφανειακές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις και οίδημα του βλεννογόνου που μπορεί να απολήξουν σε στρώσεις των επιπολής αγγείων σε μια αναδρομική μελέτη στις ΗΠΑ, η βρογχίτιδα καταγράφηκε ως αίτιο αιμοπτύσεως στο 26% των περιπτώσεων εξωτερικών ή εσωτερικών ασθενών με αιμόπτυση, η πνευμονία στο 10% και η φυματίωση στο 8%. Τα παθογίονα βακτηρίδια, όπως ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και αεριογόνος ψευδομονάδα ή οι μύκητες (aspergillus) αποτελούν τα συχνότερτα λοιμώδη αίτια λοιμώξεως. Επιπλέον, ιογενείς λοιμώξεις, όπως η γρίπη, μπορεί να συνοδεύονται από εκτεταμένη αιμόπτυση[ii]. Ο ιός AIDS προδιαθέτει τους πάσχοντες στην ανάτπτυξη καταστάσεων που εκδηλώνονται με αιμόπτυση, όπως το σάρκωμα Kaposi[iii].

Βακτηριακή πνευμονία

Αιμόπτυση μπορεί να προκληθεί, πρακτικά, από κάθε αιτία βακτηριακής πνευμονίας, αλλά συχνότερα συνοδεύει πνευμονία από Streptococcus
pneumoniae. Μεταξύ άλλων παθογόνων που προκαλούν βακτριακή πνευμονία κι αιμόπτυση συγκαταλέγονται η Klebsiella pneumoniae, ο Staphylococcus aureus, η Pseudomonas aeruginosa, καθώς επίσης και αναερόβιοι μικροοργανισμοί. 

Οξεία βρογχίτιδα

Η αιμόπτυση συχνά αποδίδεται σε οξεία λοιμώδη βρογχίτιδα, με βάση τα συμβατά, βροχγοσκοπικά ευρήματα και αυτή είναι η τελική, κοινή διάγνωση στις περισσότερες σειρές αιμοπτύσεως. Παρ΄όλο ότι η οξεία βρογχίτιδα αναμφίβολα προκαλεί αιμόπτυση τα συμπτώματα, τα σημεία και τα βρογχοσκοπικά ευρήματα της παθολογικής αυτής καταστάσεως δεν διακρίνονται ούτε για τηυν ευαισθησία τους ούτε για την ειδικότητά τους. Μερικές φορές, αναγνωρίζεται ότι η διάγνωση της οξείας βρογχίτιδας συχνά αφορά ασθενείς που έχουν άλλη αιτία αιμοπτύσεως κι έτσι, η οξεία βρογχίτιδα συχνά είναι διάγνωση εξ αποκλεισμού, και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναγνώριση άλλων αιτιών αιμοπτύσεως σε ασθενείς με φαινομένη οξεία βρογχίτιδα. 

Φυματίωση

Παρ΄όλο ότι η φυματίωση παραμένει σχετικά σύνηθες αίτιο αιμοπτύσεως σε ειδικούς πληθυσμούς και γεωγραφικές περιοχές, οι επιτυχείς μέθοδοι διαγνώσεως και αποδοτικής θεραπείας έχουν μειώσει σημαντικά την επίπτωση της κι επομένως τη σημασία της ως αίτιο αιμοπτύσεως, ενώ ο επιπολασμός άλλων αιτίων φυματιώσεως έχουν αυξηθεί. Η αιμόπτυση συνήθως οφείλεται σε ενεργό νόσο, αλλά επίσης μπορεί να οφείλεται στην υπολειμματική νόσο, ιδίως βρογχεκτασίες, σπήλαια,και μυκητώματα.

Νεοπλάσματα

Στις περισσότερες σειρές, ο καρκίνος του πνεύμονος -πρωτοπαθής, βρογχογενής ή άλλος, ή μεταστατικός- είναι η συχνότερη αιτία της αιμοπτύσεως. Ο πρωτοπαθής πνευμονικός καρκίνος εκδηλώνεται σε ποσοστό 23% των προσβεβλημένων με αιμόπτυση[iv]. Ιδιαίτερα, ο βρογχογενής καρκίνος συνοδεύεται από μικρής εντάσεως, παρατεταμένης διάρκειας αιμόπτυση και απίσχναση σε ποσοστό 5-44%[v] Ο όγκος επινεμείται κεντρικό αεραγωγό (κύριο, λοβαίο ή τμηματικό βρόγχο).

Η απώλεια αίματος από καλοήθεις ή κακοήθεις παθολογίες του τραχειοβρογχικού δένδρου ή του πνευμονικού παρεγχύματος είναι δευτεροπαθείς στην επιπολή επινέμηση του βλεννογόνου και διαβρώσεις των υποκειμένων αγγείων ή εκτετεμένων αγγειακών επινεμήσεων. Τα νεοπλάσματα μαστού, εντέρου, νεφρού και προστάτου έχουν την τάση να δίνουν ενδοβρογχικές μεταστάσεις, αλλά οι μεταστατικοί ενδοβρογχικοί όγκοι συνοδεύονται σπάνια από αιμόπτυση. Εν τούτοις, προκαλούν αποφράξεις που, με τη σειρά τους, προκαλούν δευτεροπαθείς αποφράξεις, που εκδηλώνονται με αιμόπτυση. Σε ασθενείς με αιμόπτυση, ο όγκος, τυπικά επινεμείται κεντρικό αεραγωγό, δηλαδή κύριο, λοβαίο ή τμηματικό βρόγχο, και στις περισσότερες των περιπτώσεων αποδεικνύεται ότι ιστολογικά είναι πλακώδες καρκίνωμα. Πολύ σπανιότερα, η αιμόπτυση αφορά έναν περιφερικό όγκο ή οφείλεται σε άλλο πνευμονικό νεόπλασμα, όπως το καρκινοειδές ή το αμάρτωμα.  Εξωθωρακικά νεοπλάσματα είναι, επίσης, δυνατόν να προκαλέσουν αιμόπτυση, όπως το μελάνωμα, ο καρκίνος του μαστού, του παχέος εντέρου.Στους ασθενείς με αιμόπτυση ο όγκος εδράζεται στους κεντρικούς αεραγωγούς -κύριους ή τμηματικούς βρόγχους- και συνχότερα αφορούν σε καρκίνωμα εκ πλακωδών επιθηλίων. Σπανιότερα αιμόπτυση προκαλούν περιφερικά εδραζόμενοι όγκοι ή από άλλους ιστολογικούς τύπους, όπως τα καρκινοειδή και τα αμαρτώματα. Οι εξωθωρακικοί όγκοι, όπως το μελάνωμα και το καρκίνωμα του μαστού, των νεφρών και του εντέρου, μπορεί, επίσης, να προκαλούν αιμόπτυση λόγω της τάσεώς τους να μεθίστανται στους βρόγχους και την τραχεία.  

Πνευμονική φλεβική υπέρταση

Οι καρδιαγγειακές καταστάσεις που συνεπάγονται αύξηση της πιέσεως στις πνευμονικές φλέβες μπορεί να εκδηλώνονται με αιμόπτυση. Στις πλέον συνήθεις εξ αυτών συγκαταλέγονται η αριστερή κοιλιακή συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, η στένωση μιτροειδούς και η πνευμονική εμβολή, αν και η τελευταία δεν αποτελεί συχνό αίτιο αιμοπτύσεως (θετική και αρνητική πιθανότητα εμφανίσεως αιμοπτύσεως επί πνευμονικής εμβολής είναι 1.6 και 0.9 αντίστοιχα)[vi].

Ιδιοπαθής αιμόπτυση

Η ιδιοπαθής αιμόπτυση διαγιγνώσκεται κατ΄αποκλεισμό, καθώς 7-34% των ασθενών με αιμόπτυση δεν αποδεικνύεται σαφής αιτιολογία, παρά τον εκτεταμένο διαγνωστικό έλεγχο[vii],[viii].  Η πρόγνωση επί ιδιοπαθούς αιμοπτύσεως, συνήθως είναι καλή, και η πλειονότητα των ασθενών αποκαθίστανται σε διάστημα μικρότερο των 6 μηνών. Εν τούτοις, σε μια προσεκτικά σχεδιασμένη αναδρομική μελέτη, διαπιστώθηκε αυξημένη επίπτωση βρογχογενούς καρκινώματος σε ασθενείς με ιδιοπαθή αιμόπτυση, ηλικίας άνω των 40 ετών, γεγονός που επιβάλλει τους ασθενείς αυτούς να τίθενται σε παρατεταμένης διάρκειας παρακολούθηση.

Αιμόπτυση στα παιδιά

Στις κυριότερες αιτίες αιμοπτύσεως στα παιδιά είναι [α] η λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού, αλλά η πρωτοπαθής πνευμονική φυματίωση είναι σπάνιο αίτιο αιμοπτύσεως (&), που υπολογίζεται σε ποσσοτό<1%,  [β] η εισρόφηση ξένου σώματος, ιδίως εάν πρόκειται για παιδιά ηλικίας < 4 ετών, [γ] οι βρογχεκτασίες, συνήθως δευτεροπαθούς κυστικής ινώσεως, [δ] και οι κακώσεις (&).

βιβλιογραφία

[i] Reisz  G, Stevens  D, Boutwell  C, Nair  V.  The causes of hemoptysis revisited. A review of the etiologies of hemoptysis between 1986 and 1995.  Mo Med.  1997; 94:633–5

[ii] Bond  D, Vyas  H.  Viral pneumonia and hemoptysis.  Crit Care Med.  2001;29:2040–1.

[iii] Nelson  JE, Forman  M.  Hemoptysis in HIV-infected patients.  Chest.  1996;110:737–43

[iv] Santiago  S, Tobias  J, Williams  AJ.  A reappraisal of the causes of hemoptysis.  Arch Intern Med.  1991;151:2449–51

[v] Hirshberg  B, Biran  I, Glazer  M, Kramer  MR.  Hemoptysis: etiology, evaluation, and outcome in a tertiary referral hospital.  Chest.  1997;112:440–4.

[vi] Anish EJ, Mayewski RJ. Pulmonary embolism. In: Black ER, ed. Diagnostic strategies for common medical problems. Philadelphia: American College of Physicians, 1999:325–37.

[vii] Set  PA, Flower  CD, Smith  IE, Chan  AP, Twentyman  OP, Shneerson  JM.  Hemoptysis: comparative study of the role of CT and fiberoptic bronchoscopy.  Radiology.  1993;189:677–80.

[viii] Herth  F, Ernst  A, Becker  HD.  Long-term outcome and lung cancer incidence in patients with hemoptysis of unknown origin.  Chest.  2001;120:1592–4.