Γνωστή και ως δοκιμασία υπερευαισθησίας στη φυματίνη, ή δοκιμασία Pirquet ή δοκιμασία PPD (purified protein derivative), είναι μια διαγνωστική δοκιμασία με την οποία αναγνωρίζονται εκείνοι που έχουν μολυνθεί με το μυκοβακτηρίδιο της φυματιώσεως, ανθρωπίνου τύπου.
Έχουν χρησιμοποιηθεί τρία είδη παρόμοιων δοκιμασιών, [α] η δοκιμασία Mantoux, [β] το Tine Test -δοκιμασία πολλαπλών νυγμών- και, [γ] η δοκιμασία Heaf, αλλά τελευταία, οι υπόλοιπες δοκιμασίες φυματίνης έχουν περιέλθει σε αχρηστία, και χρησιμοποιείται μόνο η δοκιμασία Μantoux. Η φυματίνη είναι γλυκερινούχο εκχύλισμα του βακίλλου της φυματιώσεως, ενώ η κεκαθαραμένη μορφή της είναι αποτέλεσμα διηθήσεως και αποστειρώσεως συμπυκνωμένων καλλιεργημάτων. Η φυματίνη περιγράφηκε αρχικά από τον Robert Koch, το 1890, ενώ η δερματική δοκιμασία εισήχθη από τον Charles Mantoux, Γάλλο ιατρό, που συνέχισε στις μελέτες του Koch και από τον Clemens von Pirquet, που ανέπτυξε τη μέθοδο των νυγμών. Από το 1930, στη Σοβιετική Ένωση αναπτύχθηκε η κεκαθαρμένη φυματίνη και από το 1954 άρχισε η μαζική παραγωγή της PPD RT23. Για την εκτέλεση της φυματινοδοκιμής, ενίενται ενδοδερμικώς 5 μονάδες (0.1 ml) φυματίνης RΤ23 ή 2 ΤU, σύμφωνα με το Statens Serum Institute (SSI), του Ηνωμένου Βασιλείου. Το αποτέλεσμα της ενδοδερμικής εγχύσεως διαβάζεται μετά 48-72 ώρες. Το εκτεθειμένο άτομο στο μυκοβακτηρίδιο αναμένεται να εμφανίσει σκληρία περιβαλλόμενη από ερυθρά άλω, στο σημείο της ενδοδερμικής εγχύσεως των μυκοβακτηριακών πρωτεϊνών. Η αντίδραση ”διαβάζεται” μετρώντας τη διάμετρο (σε mm) της σκληρίας που αναπτύχθηκε στο σημείο της εγχύσεως. Το παραχθέν ερύθημα δεν παίρνεται υπ όψη. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων καταχωρούνται στο λήμμα (à502).