[β] ακτινωτή υποστήριξη. Οι μικρότεροι αεραγωγοί, που στερούνται χόνδρινων υποστηριγμάτων, φέρουν ελαστικές και άλλες ίνες, που πακτώνονται στο παρακείμενο παρέγχυμα. Το παρέγχυμα διατεινόμενο προκαλεί παραμόρφωση των ινών και αύξηση της έλξεως που αυτές ασκούν στο τοίχωμα των αεραγωγών. Με την ακτινωτή υποστήριξη του παρεγχύματος, μεταφέρεται μεγάλο μέρος της κλίσεως της πιέσεως μεταξύ του υπεζωκότος και του περιβάλλοντος στους παρακείμενους αεραγωγούς, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στη βατότητά τους, όπως διατηρούν στη θέση του τα σχοινιά ενός αντίσκηνου. Η τάση που ασκείται μέσω της ακτινωτής υποστηρίξεως είναι ανάλογη του πνευμονικού όγκου.
[γ] δίκτυο ασφάλειας. Οι δεσμίδες των ινών, συμπεριλαμβανομένων των κολλαγονικών ινών, που διατρέχουν το πνευμονικό παρέγχυμα δρουν ως δίκτυ ασφαλείας που εμποδίζει την υπερέκπτυξη και προστατεύει τους πνεύμονες από τη ρήξη.
[δ] επιφανειακή τάση. Η επιφανειακή τάση που ασκείται επί των τοιχωμάτων των κυψελίδων ασκεί δύναμη που τείνει να συμπιέζει μερικές κυψελίδες, ενώ διατείνει άλλες, τις μεγαλύτερες, μεταξύ των οποίων και τους μικρούς αεραγωγούς.
Προκειμένου οι αεραγωγοί να εισφέρουν στον πνευμονικό αερισμό, πρέπει να είναι βατοί. Οποιαδήποτε απόφραξη, που επισυμβαίνει σε οποιοδήποτε σημείο του αναπνευστικού κύκλου, έχει δυσμενείς συνέπειες στην ανταλλαγή αερίων. Έτσι, η επανένταξη των κλειστών αεραγωγών στη διαδικασία του πνευμονικού αερισμού, πρέπει να αποκατασταθεί η βατότητά τους. Για τη διάνοιξη των "εξαρτημένων" (à31) αεραγωγών πρέπει, κατ΄αρχήν, η υπεζωκοτική πίεση να επανέλθει σε αρνητικές τιμές, και η κλίση της από την ατμοσφαιρική πίεση πρέπει να έχει ικανό μέτρο, ώστε να υπερνικήσει τις αντιστάσεις που προβάλλονται για τη διάνοιξη των αεραγωγών. Με άλλα λόγια, πρέπει να εφαρμοστεί ικανή πίεση προκειμένου να μετακινηθεί μικρή ποσότητα αέρος. Η καμπύλη πιέσεως όγκου (à) καθίσταται πολύ επίπεδη και το έργο αναπνοής (à596) αυξάνεται υπέρμετρα.
Λείες μυϊκές ίνες αεραγωγών. Οι λείες μυϊκές ίνες υφίστανται τον έλεγχο και των δύο κλάδων του ΑΝΣ, η ανατροπή της ισορροπίας των οποίων έχει θεωρηθεί μεταξύ των πλέον σημαντικών αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών του βρογχικού άσθματος[i]. Από τους μεταγαγγλιακούς νευρώνες του παρασυμπαθητικού απελευθερώνεται ακετυλοχολίνη(à201), που προκαλεί σύσπαση των λείων μυϊκών κυττάρων, ενώ τουλάχιστο σε πειραματόζωα έχουν απομονωθεί μεταγαγγλιακές συμπαθητικές ίνες, που απελευθερώνουν νορεπινεφρίνη, που προκαλεί χάλαση των λ. μ. ινών, βρογχοδιαστολή, αναστολή των εκκρίσεων και αγγειοσύσπαση. Οι λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων έχουν ακόμη την ιδιότητα της αυτόματης ρυθμικής συσπάσεως και της διαδόσεως της αυτόματης περιοδικής αποπολώσεως, στα παρακείμενα κύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, αραιές νευρικές ώσεις συντηρούν συνεχώς τον τόνο του αεραγωγού, του οποίου η εγκάρσια διάμετρος και το μήκος ελέγχονται διεξοδικά. Υφίσταται, έτσι, ρυθμίσεις με τις οποίες επιδιώκεται η πλεονεκτικότερη προσαρμογή του νεκρού χώρου στις μεταβολές του αερισμού. Ο ρυθμιστικός αυτός ρόλος είναι, πάντως, οριακής σημασίας και η ύπαρξή του είναι τελεολογικά δυσερμήνευτη. Η σημασία της λειτουργίας του μυοελαστικού συστήματος του βρογχικού δένδρου στην αποκόλληση και τη μετακίνηση των εκκρίσεων δεν πρέπει να υποεκτιμηθεί. Τα επιφανέστερα στηρικτικά στοιχεία των μεσομεγέθων αεραγωγών είναι οι κυκλοτερείς μυϊκές ίνες έτσι, ώστε, στο επίπεδο αυτό, ο αντανακλαστικός βρογχόσπασμος είναι περισσότερο έκδηλος. Στους περιφερικότερους αεραγωγούς, η ποσότητα των λείων μυϊκών κυττάρων μειώνεται σημαντικά και σχεδόν σπανίζει στο επίπεδο των τελικών βρογχιολίων. Επί χρονίας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, όμως, επισυμβαίνει πολλαπλασιασμός των λείων μυϊκών ινών περιφερικά, έτσι, που είναι δυνατό να εντοπισθούν μέχρι τα στόμια των κυψελιδικών πόρων[ii].
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ [βλέπε: παθοφυσιολογία μικρών αεραγωγών]
κινητικά φαινόμενα αεραγωγών. Οι μικροί, λεπτοτοιχωματικοί, αμιγείς αεραγωγοί εισφέρουν μικρές αντιστάσεις στη ροή αέρος, δι αυτών, που είναι γραμμική και όχι στροβιλώδης, όπως στους μεγάλους αεραγωγούς. Η αντίσταση στους αεραγωγούς είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ακτίνα τους στην 4η. Τρία φυσιολογικά φαινόμενα εξελίσσονται κατά μήκος του βρογχικού δένδρου και των περιφερικών αεροχώρων (&): [α] προώθηση του αέρος δια ροής -στροβιλώδους στην αρχή, γραμμικής σε περιφερικότερους αεραγωγούς, με μικρότερο αριθμό Reynolds (), που οφείλεται στην κλίση της διαπνευμονικής πιέσεως· [β] μίξη του εισπνεομένου αέρα με τον αέρα που υπάρχει στους περιφερικότερους αεραγωγούς και τις κυψελίδες. Η μίξη εξαρτάται από τη μερική πίεση και τη διαλυτότητα του αναπνεομένου μίγματος. Τα δύο προηγούμενα φαινόμενα δεν είναι αμοιβαία αποκλειστά. Μοριακή διάχυση επισυμβαίνει και στους κεντρικότερους αεραγωγούς, προς και από το κύριο ρεύμα (ένα φαινόμενο γνωστό σαν σκέδαση κατά Taylor, à131), ενώ κάποιου βαθμού ροή αναπτύσσεται ακόμη και στις περιφερικές μοίρες του πνεύμονος, ιδαίτερα, πχ., στις περιοχές μεταδόσεως της καρδιακής ώσεως. [γ] παθητική διάχυση των μορίων των αερίων μέσω της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης.
σύγκλειση αεραγωγών. Η σύγκλειση αεραγωγών συνεπάγεται αύξηση του έργου αναπνοής και προκαλεί διαταραχές αερισμού-αιματώσεως. Οι ατελεκτατικοί αεραγωγοί παριστουν πηγή διαταραχής αερισμού-αιματώσεως, που οδηγούν σε υποξαιμία ή/και υπερκαπνία, ενώ, ταυτόχρονα, απαιτείται τεράστια πίεση, προκειμένου να επανανοιχθούν, λόγω των ισχυρών πιέσεων συνοχής (όπως όταν επειχειρούμε να φουσκώσουμε ένα εντελώς ξεφούσκωτο μπαλόνι: όσο περισσότερο αέρα δίνουμε, τόσο ευχερέστερη καθίσταται η περιατέρω διόγκωσή του. αλλά αυτό ως ένα σημείο, όταν το μπαλόνι είναι ήδη πολύ φουσκωμένο, περαιτέρω εμφύσηση αέρος, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη). Το έργο αναπνοής αυξάνεται, κατά πολύ, όπως και η κατανάλωση Ο2. Έτσι, παρατηρείται μείωση της FRC, της ΡV̄O2 και του έργου αναπνοής.
Αεραγωγοί: μορφομετρία.
Οι πρώτες μελέτες εκμαγείων αεραγωγών έχουν παρουσιασθεί, ήδη, από τον 19ο αιώνα, αλλά ακόμη και σήμερα το θέμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εξαντληθεί. Ο Weibel[i] (1963), βασιζόμενος σε παρατηρήσεις επί εκμαγείων βρόγχων και ιστολογικές μετρήσεις, παρουσίασε ένα πρότυπο βρογχικού δένδρου, επισημαίνοντας τις εξαρτήσεις των διαστάσεων των θυγατρικών κλάδων από τις διαστάσεις των γονικών. Μετά τον Horshfield[ii], οι Raabe και συν[iii], αφού καθόρισαν τα μήκη, τις διαμέτρους, τις γωνίες διακλαδώσεως των κλάδων του τραχειοβρογχικού δένδρου από την τραχεία μέχρι το τελικό βρογχιόλιο(à165), έδειξαν ότι ο αριθμός των διακλαδώσεων του τραχειοβρογχικού δένδρου κυμαίνεται από 11 μέχρι 22, ανάλογα με την ανατομική περιοχή, που μελετάται. Έτσι, οι κορυφαίοι και οι άνω λοβαίοι βρόγχοι εξαντλούνται σε μικρότερο αριθμό γενεών, παρ, ό,τι άλλοι βρόγχοι. Οι παρατηρήσεις αυτές έδειξαν τη διακύμανση του ανοίγματος των γωνιών διακλαδώσεως, του μήκους των βρόγχων, της διαμέτρου και του τύπου υποδιαιρέσεως των κλάδων του τραχειοβρογχικού δένδρου μεταξύ των διαφόρων ειδών. Στον πίνακα (à165) παρουσιάζονται συνοπτικά, βασικές πληροφορίες περί τη φυσιολογική ανατομία του βρογχικού δένδρου. Διαπιστώνεται η τεράστια αύξηση της εγκάρσιας διαμέτρου των περιφερικών αεραγωγών και η σημαντική μείωση του μήκους κάθε θυγατρικού κλάδου. Η φυσιολογική σημασία των διατάξεων αυτών δεν έχει απόλυτα κατανοηθεί, αλλά προφανώς σχετίζεται με τη λειτουργία της προσεγγιζόμενης περιοχής.
Αεραγωγοί: Νεκρός χώρος. Εφ΄όσον η λειτουργική σκοπιμότητα των πνευμόνων είναι η ανταλλαγή των αερίων, η διανομή του αέρος μέσω του συστήματος των κατά σειρά διχοτομήσεων των βρόγχων καταλαμβάνει χώρο που δεν προσφέρεται για λειτουργικούς σκοπούς (νεκρός χώρος). Με τον περιορισμό, να μην αυξηθεί πολύ το απαιτούμενο έργο προωθήσεως, ο όγκος των αμιγών αεραγωγών πρέπει να είναι ο ελάχιστος δυνατός. Πραγματικά, μόνο 70 ml καταλαμβάνει ο ανατομικός νεκρός χώρος σε κάθε πνεύμονα και αντιστοιχεί περίπου με το βάρος του σώματος (σε Kgr). Ο νεκρός χώρος μπορεί να μετρηθεί με χρήση διαφόρων μεθόδων, που γενικά βασίζοναι στην αρχή διατηρήσεως της ύλης, οι μέθοδοι αυτές διακρίνονται στις αραιώσεως ή διαλύσεως αερίων δεικτών, που χρησιμοποιούνται μέσω ανοικτών ή κλειστών κυκλωμάτων.
Βιβλιογραφία
[i] Leith, Butler, Sneddon, Cough. In: Fisheman, A., P., Macklem, Mead (eds.) Handbook in physiology. Sec. 3. The respiratory system. Bethesda, American Physiological society. 1986∙ 315-316
[ii] Zimment, I.: Respiratory Pharmacology and therapeutics. Chap 1. General pharmacology of respiratory drugs. 1978∙ Saunders, London
[i] Weibel E, Gomez D. Architecture of the human lung. Use of quantitative methods establishes fundamental relations between size and number of lung structures. Science 1962·137:577–585[ii] Tschirren J, McLennan G, Palagyi K, et al. Matching and anatomical labeling of human airway tree. IEEE Trans Med Imaging 2005;24:1540–1547
[iii] Boyden EA. A synthesis of the prevailing patterns of the bronchopulmonary segments in the light of their variations. Chest 1949;15:657–668.