ΑΝΑΠΝΟΗ 2

... από ΑΝΑΠΝΟΗ 1

 

            φυσιολογικός αναπνευστικός ρυθμός

•1-3 χρονών      23-35 αναπνόες ανά λεπτό

•3-6 χρονών      20-30 αναπνόες ανά λεπτό

•6-12 χρονών    18-26 αναπνόες ανά λεπτό

•12-17 χρονών  12-20 αναπνόες ανά λεπτό

•Ενήλικες           12-20 αναπνόες ανά λεπτό

Ο αναπνεόμενος όγκος σε κάθε αναπνοή (VT)είναι περίπου 500 ml. Από τα οποία, μόνο 350 ml είναι ωφέλιμος όγκος, διότι ο υπόλειπος παραμένει στους αμιγείς αεραγωγούς μέσα κι έξω από τους πνεύμονες και δεν συμμετέχουν στην ανταλλαγή αερίων.

Επομένως, ο κυψελιδικός αερισμός είναι:

V'A= f X VT = 12(20) Χ 350 =4200 (7000) ml.

Ταυτόχρονα η πνευμονική αιμάτωση (Q') είναι 60 Χ 80 =4800 ml.  Επομένως, ο R= V/Q = 0.8     .... 1.2

Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΑΠΝΟΗΣ: Προκειμένου ένα θηλαστικό να πάρει αναπνοή, οι εισπνευστικοί μύες πρέπει να αναπτύξουν επαρκή αρνητική πίεση (: χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής), και να υπερνικήσουν την ελαστικόττηα (την τάση να συμπτύσσονται) των πνευμόνων και του θωρακικού τοιχώματος, δηλαδή τα ελασατικά φορτία του πνεύμονος και του θωρακικού τοιχώματος, καθώς επίσης και την αντίσταση των ιστών και στη ροή αέρος στους αεραγωγούς. Για να επιτευχθούν οι μεταβολές αυτές απαιτείται ικανή διέγερση από τα κέντρα που διέποπυν τους ειπσνευστικούς μύες, να υπα΄χει ανατομική και λειτουργική ακεραιότητα των εμπλεκομένων οργάνων, να υπα΄ρχει αδιατάρακτη νευρομυϊκή αγωγή, να υπάρχει άθικτο θωρακικό τοίχωμα, και υγιείς μύες. Αυτό μπορεί σχηματικά να παρασταθεί θεωρώντας την ικανότητα για αναπνοή ως ισορροπία μεταξύ της του φορτίου εισπνοής και της νευρομυϊκής αντιπαραθέσεως.$*Υπό φυσιολογικές συνθήκες το σύστημα πολώνεται προς όφελος της νευρομυϊκής αντιπαραθέσεως δηλαδή υπαρχουν εφεδρείες που επιτρέπουν τη σηματική αύξηση του (ελαστικού και αντιθετικού) φορτίου. Εν τούτοις, κατά την αυτόματη αναπνοή, οι εισπνευστικοί μύες πρέπει να είναι ικανοί να διατηρήσουν τα προαναφερόμενα φορτία και να ρυθμίζουν τον κατά λεπτό αερισμό, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ικανή ανταλλαγή αερίων, για τις μεταβολικές και αναδομητικές ανάγκες του ατόμου. Η ικανότητα των αναπνευστικών μυών να συντηρούν το φορτίο αυτό χωρίς την εμφάνιση εξαντλήσεως ονομάζεται "αντοχή" και καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ της προσφερόμενης και της απαιτούμενης ενέργειας. Η προσφορά ενέργειας καθορίζεται, με τη σειρά της, από τη παροχή αίματος στους εισπνευστικούς μύες, και της ποιότητας του αίματος, ως υποστρώματος περιεκτικότητας συγκεντρώσεως Ο2, και της ικανότητας των μυών να απάγουν και να χρησιμοποιούν την αποδιδόμενη ενέργεια και να χρησιμοποιούν τις πηγές ενέργειας και τις αποθήκες τους ενέργειας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η παροχή ενέργειας είναι επαρκής για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, ενώ διατίθεναι σχεδόν ανεξάντλητες εφεδρείες. Οι απαιτήσεις σε ενέργεια αυξάνονται ανάλογα με τη μέση πίεση που αναπτύσσεται από τους εισπνευστικούς μύες, σε κάθε αναπνοή, εκφραζόμενη ως ποσοστό της μέγιστης πιέσεως που μπορεί, εθελοντικά, να αναπτυχθεί στο αναπνευστικό σύστημα (PI/PI,max), τον ακτά λεπτό αερισμό, τον εισπνευστικό χρόνο (TI/TTOT) και τη μέση εισπνευστική ροή (VT/TI) και την αντιστρόφως σχετιζόμενη μυϊκή απόδοση. Κόπωση εμφανίζεται όταν οι απαιτήσεις για ενέργεια υπερβαίνουν τη δυνατόττηα παροχής της, όταν η ισορροπία γέρνει προς την πλευρά των απαιτήσεων. Ο λόγος  TI/TTOT κια η μέση δια-διαφραγματική πίεση, εκφρασμένη ως ποσοστό της μεγίστης (PI/PI,max), καθορίζουν έναν χρήσιμο δείκτη, τον "δείκτη πιέσεως-χρόνου", (TTIdi), που σχείζεται με τον συνολικό χρόνο αντοχής, δηλαδή το χρόνο που το διάφραγμα ανέχεται το επ΄αυτού φορτίο. Εάν ο δείκτης TTΙdi είναι μικρότερος από μια κρίσιμη τιμή, 0.15, το φορτίο μπορεί να καθίσταται ανεκτό επ΄αόριστο, αλλ΄εάν υπερβαίνει το διάστημα 0.15-0.18, το φορτίο μπορεί να γίνει ανεκτό, μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που καθορίζει το χρόνο αντοχής (endurance time).  Αυτό βρέθηκε να είναι αντιστόφως ανάλογο με το TTidi. Το μέγεθος αυτό, έχει βρεθεί ότι μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο αναφορικά με το διάφραγμα, αλλά και με το σύνολο εισπνευσιτκό μυϊκό σύστημα:  TTI = PI/PI,max Χ TI/TTOT. Επειδή η αντοχή καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ αναγκών κια αποδόσεως ενέργειας, ο TTI των εισπνευστικών μυών οφείλει να είναι σε συμφωνία με την ισορροία ενέργειας. Δηλαδή ο λόγος PI/PI,max και TI/TTOT, που συνθέτουν which το TTI,

κάνε κλικ

συγκαταλέγονται μεταξύ των ενεργειακών απαιτήσεων: άυξηση οποιοδήποτε που θα πολήξει σε αύξηση του ΤΤΙ, θα προκαλέσει, επίσης, αύξηση των ενεργειακών απαιτήσεων.$
O αριθμητής της σχέσεως, Pi/PiMAXυ, δηλαδή η μέση πίεση που αναπτύσσεται σε κάθε αναπνοή, καθορίζεται από το ελαστικό και αντιστατικό φορτίο που επιβάλλονται στους αναπνευστικούς μύες. Ο παρονομαστής, η μέγιστη εισπνευστική πίεση, καθορίζςεται από την νευρομυϊκή αντιπαράθεση, δηλαδή τη μεγίστη εισπνευστική μυϊκή ενεργοποίηση που μπορεί να αντιπαρατεθεί, οπότε, συνεπάγεται ότι η Pi/PiMAX καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ φορτίου και μυϊκής αντιπαραθέσεως. Αλλά η PI/PimAX είναι, ταυτόχρονα ένας από τις εκτιμήτριες των ενεργειακών απαιτήσεων, κι επομένως, οι δύο ισορροπίες δηλαδή μεταξύ φορτίου/αντιπαραθέσεως, από τη μια και παροχής/απαιτήσεων ενέργειας από την άλλη, στην ουσία συνδέονται, διαμορφώνοντας ένα σύστημα. Σχηματικά, όταν ο μοχλός ( ο 'πετιενός της ζυγαριάς') της ισορροπίας κλείνει προς τά άνω ή, τουλάχιστον, ευρίσκεται σε οριζόντιο επίπεδο, ο αυτόματος αερισμός μπορεί να συνεχίζεται επ΄αόριστο.$ Η ικανότητα, επομένως, ενός ατόμου να αναπνέει επ΄αόριστο, εξαρτάται από τις λεπτές ενδοσχέσεις πολλών διαφορετικών παραγόντων. Φυσιολογικά, η πολύπλοκη αυτή ενδοσχέση μετακινεί την ισορροπία αρκετά προς τα επάνων,, ώστε εξασφαλίζονται ευρείες αναπνεσυτικές εφεδρείες, για τους υγιείς. Αλλ΄εάν η ισορροπία μετακινηθεί, για οποιδήποτε λόγο προς τα κάτω, δεν μπορεί, πλέον, να διατηρηθεί ο αυτόματος αερισμός και εμφανίζεται αναπνευστική ανεπάρκεια.