Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η συνεκτική παρουσίαση των σύγχρονων απόψεων επί της παθογένειας, παθοφυσιολογίας, της επιδημιολογικής φορτίσεως και θεραπείας των μεταλοιμωδών βρογχεκτασιών.
The purpose of this review was to delineate the coherent knowledge of bronchiectasis in terms of prevalence, epidemiological bulk, pathophysiology and management of postinfection bronchiectasis.
Οι μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες έχουν επιδημιολογικά υποεκτιμηθεί[1], επειδή θεωρούνται παράπλευρες διαταραχές άλλων παθήσεων και η θεραπεία τους αποτελεί προσαρμογή της θεραπείας αποφρακτικών (ιδίως) βρογχοπαθειών, που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή και βρογχόρροια. Παρά τις καταιγιστικές προόδους της σύγχρονης ιατρικής, αναφορικά με την παθογένεια, τη διάγνωση και θεραπεία, οι βρογχεκτασίες παραμένουν σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, που συνεπάγονται σημαντική επιβάρυνση στη νοσηρότητα και θνητότητα της κοινότητας, με την αντίστοιχη άμεση και έμμεση οικονομική επιβάρυνση. Επιπλέον, οι βρογχεκτασίες μπορεί να επιδεινώνουν την έκβαση του άσθματος, της ΧΑΠ και της πνευμονικής ινώσεως και να αποτελούν εκδηλώσεις πληθώρας συνδρόμων ανοσοανεπάρκειας. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η αναζήτηση κατάλληλων και αποδοτικών θεραπευτικών προτάσεων, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες, αλλά και την αποφόρτιση του συστήματος υγείας και να επισημανθούν γνωστικά κενά, που μπορεί να αποτελέσουν μελλοντικούς ερευνητικούς στόχους.
Οι μη οφειλόμενες σε κυστική ίνωση, μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες (θα αναφέρονται εφεξής ως ‘βρογχεκτασίες’) είναι χρόνια, φλεγμονώδης, ετερογενής[2], πάθηση που χαρακτηρίζεται από οριστική διάταση των βρόγχων και βρογχιολίων και πάχυνση των τοιχωμάτων τους, απότοκη δομικών αλλοιώσεων των τοιχωμάτων τους και του παρακείμενου πνευμονικού παρεγχύματος που τα συγκρατούν[3]. Χρακτηρίζονται από την υπερβολική παραγωγή παθολογικής συστάσεως τραχειοβρογχικών εκκρίσεων[4], που κινητοποιούν ένα φαύλο κύκλο1 βρογχικών λοιμώξεων και ουδετεροφιλικής φλεγμονής[5]. Οι πυροδοτούμενες από λοιμώξεις υποτροπές της φλεγμονής των βρογχικών τοιχωμάτων συνδυάζονται με ίνωση του παρακείμενου πνευμονικού παρεγχύματος, ενώ οι φλεγμονώδεις αλλοιώσεις εδράζονται σε γενετικές ανωμαλίες, αυτοάνοσες παθήσεις ή σοβαρές επίκτητες διαταραχές. Στους εντοπιζόμενους αιτιολογικούς παράγοντες συγκαταλέγονται: ανοσολογικά ελλείμματα, σύνδρομο Young (: ή σ. Barry-Perkins-Young ή σ. ρινοκολπίτιδας/ υπογονιμότητας αζωοσπερμία, χρόνιες ρινοκολποπνευμονικές λοιμώξεις και μειωμένη γονιμότητα), δυσκινησία κροσσών, εισρόφηση, πανβρογχιολίτιδα, συγγενείς διαμαρτίες, βρογχοκυψελιδική ασπεργίλλωση, ρευματοειδής αρθρίτις, πνευμονία κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, κοκκύτης και ιλαρά, ενώ η ανεπάρκεια της βιταμίνης D επάγει την εποίκιση παθογόνων μικροβίων κι επομένως, επηρεάζει τη βαρύτητα της παθήσεως.
Καθώς υπάρχουν πολλές μορφές βρογχεκτασιών που αναφύονται σε κάθε ηλικία, δεν είναι εύκολη η επιδημιολογική ταυτοποίησή τους. Δύο μορφές βρογχεκτασιών εντοπίζονται, εν τούτοις, συχνότερα: οι μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες και η κυστική ίνωση. Την κλινική τους επισήμανση ως νοσολογικές οντότητες οφείλουν στο Laenec (1781-1826), ο οποίος τη θεωρούσε πολύ συχνή πάθηση. Μετά τη διάθεση ατων αντιβιοτικών, η αληθής επίπτωση των μεταλοιμωδών βρογχεκτασιών είναι άγνωστη, αλλά, γενικά, θεωρείται σχετικά σπάνια παθολογική εκτροπή, απότοκη ή επιπλέκουσα άλλες παθήσεις, όπως άσθμα, ΧΑΠ, πνευμονική ίνωση. Πρόσφατα έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για τη λεπτομερέστερη επιδημιολογική της περιγραφή κι έχει δειχθεί ότι κυμαίνεται μεταξύ 0.048% και 0.06% πληθυσμού[6],[7],[8],[9] ενώ διακρίνεται αυξητική τάση, τουλάχιστον σε μελέτες επί νοσοκομειακών εξιτηρίων, στα οποία οι βρογχεκτασίες δηλώνονται ως κύρια ή δευτερεύουσα διάγνωση. Γενικά, οι εισαγωγές με κύρια διάγνωση τις βρογχεκτασίες είναι περισσότερες στις γυναίκες (9.8 (95% CI 9.3–10.3) παρά στους άνδρες (8.8 (95% CI 8.4–9.2)/10000) και αναγνωρίζεται περαιτέρω αύξηση με την πάροδο της ηλικίας (39.4 εισαγωγές/10000- εισαγωγές μεταξύ ανδρών, ηλικίας ≥74 ετών[10],[11]. Είναι πιθανό ότι η επίπτωση των βρογχεκτασιών υποεκτιμάται, καθώς εκτός από τις αμιγείς περιπτώσεις, αναγνωρίζονται επίσης σ΄ένα ευρύ φάσμα παθολογικών εκτροπών, όπως, π.χ., η ρευματοειδής αρθρίτις, οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, περιπτώσεις ανοσοανεπάρκειας, η ανεπάρκεια α1ΑΤ ή κοινότερες παθήσεις, όπως το άσθμα, η ΧΑΠ και πνευμονική ίνωση. Οι πάσχοντες από πνευμονική ίνωση εμφανίζουν εξ έλξεως βρογχεκτασίες, χωρίς να εμφανίζουν ευρήματα επιρρέπειας στις λοιμώξεις. Ενώ, σε άλλες καταστάσεις, η παρουσία βρογχεκτασιών μπορεί να προσδιορίζει μια υποομάδα ασθενών με παθολογικής συστάσεως υπερβολική απόχρεμψη, οι οποίοι είναι επιρρεπείς σε λοιμώξεις. Σημειώνεται ότι μεγάλη επίπτωση (29-50%) βρογχεκτασιών, των κάτω, ιδίως, λοβών, αναγνωρίζεται, τελευταία, σε ασθενείς με ΧΑΠ, αποδιδόμενη στη χρόνια δυσμενή επίδραση οξειδωτικών παραγόντων, που επάγει η ΧΑΠ4. Οι ασθενείς αυτοί με ΧΑΠ και βρογχεκτασίες, γενικά, έχουν σοβαρότερη κλινική εικόνα, βαρύτερη δύσπνοια και χαμηλότερη, εν γένει, αναπνευστική λειτουργία, συγκριτικά με την ομάδα των ασθενών με ΧΑΠ χωρίς βροχγεκτασίες[12]. Στους ασθενείς αυτούς αναγνωρίζεται επίκοιση παθογόνων μικροβίων σε βαθύτερους αεραγωγούς, αυξημένοι δείκτες φλεγμονής στα πτύελα και συχνότερες παροξύνσεις[13].
Η ευχερής διαθεσιμότητα της αξονικής τομογραφίας υψηλής διακριτικής ικανότητας, ως καταλληλότερης μεθόδου διαγνώσεως βρογχεκτασιών, ιδιαίτερα σε ειδικές ακταστάσεις, όπως επί αλλεργικής βρογχοπνευμονικής ασπεργιλλώσεως, AIDS και κυστικής ινώσεως, οδήγησε σε αυξημένη αναγνώριση περιπτώσεων βρογχεκτασιών, ιδίως ηπιότερων μορφών. Στην HRCT συνήθως περιγράφονται: [α] διάταση των βρόγχων (+/-), [β] απώλεια πνευμονικού όγκου σε επίπεδο λοβού ή βρογχοπνευμονικού τμήματος (+), [γ] πάχυνση των τοιχωμάτων των βρόγχων (++), [δ] βύσματα παχυρεύστων πτυέλων στους βρόγχους (+++) και, [ε] εικόνα tee-in-bud (βλασταριού)[14]. Η κλινική εικόνα διακρίνεται από ευρεία ετερογένεια, ακόμη και μεταξύ περιπτώσεων ίδιας αιτιολογίας. Συνήθως, αναφέρεται βήχας και βλεννοπυώδη απόχρεμψη που χρονολογείται από μακρού (μήνες/έτη)« αιμόπτυση, λόγω δομικών αλλοιώσεων των τοιχωμάτων των αεραγωγών, στις περιόδους των οξέων λοιμώξεων, δύσπνοια, πλευροδυνία, συριγμός, πυρετός, αδυναμία, κόπωση, εξάντληση και απώλεια βάρους. Σπανιότερα, περιγράφονται επεισόδια αιμοπτύσεως, με ή χωρίς απόχρεμψη (ξηρές βρογχεκτασίες). Παρατηρείται σημαντική μείωση της πνευμονικής λειτουργίας, ιδία, στις περιόδους των λοιμωδών παροξύνσεων, αλλ΄ενώ η V̇-V καμπύλη εμφανίζει παθογνωμονική διαμόρφωση[15], ο PEFR φαίνεται περισσότερο ευαίσθητος δείκτης παροξύνσεων βρογχεκτασιών[16].
Η διάγνωση, η έρευνα, και, κυρίως, η θεραπεία των βρογχεκτασιών (που δεν οφείλονται στην κυστική ίνωση) είναι εμπειρική και αντικείμενο σχετικά περιορισμένου αριθμού ελεγχόμενων κλινικών μελετών, ανασκοπήσεων και μεταναλύσεων. Δεδομένου ότι δεν έχουν προταθεί σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες1, σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η αναζήτηση κατάλληλων και αποδοτικών θεραπευτικών προτάσεων, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες, αλλά και την αποφόρτιση του συστήματος υγείας και να επισημανθούν γνωστικά κενά, που μπορεί να αποτελέσουν μελλοντικούς ερευνητικούς στόχους.
Οι βρογχεκτασίες συνιστούν ιδιαίτερο τύπο βλάβης των βρόγχων, που οφείλεται σε ποικιλία παθογόνων μικροβιακών παραγόντων, που έχουν εποικίσει στο χώρο και απολήγουν σε διαταραχή της τοπικής άμυνας του ξενιστή και φλεγμονή των αεραγωγών . Οι μεταβολές των τοιχωμάτων των βρόγχων οφείλονται στην στρατολόγηση και ενεργοποίηση πολλών διαφορετικών τύπων κυττάρων της φλεγμονής και της πληθώρας των παραγώγων τους[17]. Τα τελευταία ανεπιδρούν με συστατικά της μικροβιακής μεμβράνης, που συνεπάγονται ενεργοποίηση των επιθηλιακών κυττάρων του βλεννογόνου, τα οποία αναλαμβάνουν ανεπιτυχείς διεργασίες αποκαταστάσεως, καθ΄όσον οι υποδοχείς τους καταλαμβάνονται από πρωτεΐνες της κυτταρικής μεμβράνης των παθογόνων μικροβίων και αναστέλλουν ή αλλοιώνουν τις διεργασίες αποκαταστάσεως[18]. Με τις αλλοιώσεις αυτές, τα κρίσιμα στοιχεία της αποκαταστάσεως στο βρογχικό βλεννογόνο αποτελούν, ταυτόχρονα, υποδοχείς για την προσκόλληση των παθογόνων, όπως η Pseudomonas aeruginosa. Η παρουσία μικροβίων σε ένα φυσιολογικά στείρο περιβάλλον, όπως το ενδοβρογχικό, διεγείρει διεργασίες φλεγμονής, στην προσπάθεια του οργανισμού να εκριζώσει τους εισβολείς. Επί βρογχεκτασιών, εν τούτοις, η αμυντική προσδοκία της βρογχικής φλεγμονής δεν επαληθεύεται, η φλεγμονή δεν πετυχαίνει την εξουδετέρωση των μικροβίων και ενεργοποιείται ένας φαύλος κύκλος χρόνιας λοιμώξεως, που καταλήγει σε επίταση της ιστικής βλάβης4 και συστηματική φλεγμονή19. Η παθογένεια των βρογχεκτασιών μπορεί να σχηματοποιηθεί όπως στην εικόνα 1.
Εικόνα 4‑1. Η παθογένεια των βρογχεκτασιών |
Η πνευμονία από πνευμονιόκοκκο, σταφυλόκοκκο ή κλεμπσιέλλα, καταλείπει προσωρινές βρογχεκτασικές αλλοιώσεις των βρόγχων, διάρκειας περίπου 6 μηνών, που εντοπίζονται στην HRCT. Στην παιδική ηλικία, ο κοκκύτης, η ιλαρά αποτελούν σημαντικά αίτια βρογχεκτασιών που προοδευτικά μειώνονται, με τη διάδοση του σχετικών εμβολιασμών. Η καλύτερη χρήση αντοβιοτικών προς ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού έχει απολήξει σε δραστική μείωση της επιπτώσεως των μεταλοιμωδών βρογχεκτασιών στην κοινότητα, αλλά η φυματίωση είναι, ακόμη, μια δραστική αιτία βρογχεκτασιών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πολλές περιπτώσεις ιδιοπαθών βρογχεκτασιών οφείλονται σε λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας αν και είναι δύσκολή η ατιολογική τους συσχέτιση. Ασθενείς που προσέρχονται με υπορτροπιάζουσες λοιμώξεις των ανώτερων ή/και κατώτερων αναπνευστικών οδών πρέπει να ελέγχονται για κοινή ανεπάρκεια ανοσοσφαιρινών (~11%), δυσκινησία κροσσών, και κυστική ίνωση[19]. Στον υποκείμενο μηχανισμό που επάγει τις βρογχεκτασίες επί ανεπάρκειας των ανοσοσφαιρινών εμπλέκονται οι επανειλημμένες λοιμώξεις και η μη ρυθμισμένη φλεγμονή. Μπορεί, επίσης, να συνδέονται με κοκκιωματώδεις ή λεμφοδιηθητικές παθήσεις, σαρκοείδωση, εστιακή βρογχιολίτιδα, λεμφοειδής υπερπλασία, λεμφοειδής διάμεση πνευμονία και λέμφωμα.
Βρογχεκτασίες μπορεί να αναπτυχθούν σε μια πνευμονική περιοχή, όπου αναπτύσσεται ένας αναδυόμενος πνευμονικός όγκος, όπως ο βρογχογενής καρκίνος. Στην παιδική ηλικία, η εισρόφηση ενός ξένου σώματος, όπως ξηροί καρποί, μπορεί να αποβεί αίτιο αποφράξεως του βρόγχου εντός του οποίου το ξένο σώμα καθηλώθηκε και να προκληθούν βρογχεκτασίες, στο περιφερικό τμήμα του. Η διόγκωση των περιοχικών λεμφαδένων, συνεπεία φυματιώσεως, ιδίως στην παιδική ηλικία, όπου τα τοιχώματα των βρόγχων δεν έχουν ακόμη καλά αναπτυχθεί, μπορεί να προκαλέσουν συμπίεση των βρόγχων και περιφερικά της συμπιέσεως, ανάπτυξη βρογχεκτασίας.
άσθμα
Μεγάλος αριθμός εργασιών επικεντρώνεται στην ιστική αναδιαμόρφωση που παρατηρείται στη διαδρομή του χρόνιου άσθματος. Η ιστική αναδιαμόρφωση των αεραγωγών κυμαίνεται από την πάχυνση του τοιχώματός τους (~82%), μέχρις της εγκαταστάσεως βρογχεκτασιών. Καθώς η πάχυνση του τοιχώματος των αεραγωγών είναι ενδεικτική φλεγμονής των βρόγχων, συμπεραίνεται ότι μεγάλη αναλογία ασθματικών ασθενών (17.5-40%) είναι υποψήφιοι να αναπτύξουν βρογχεκτασίες[20], όπως αναγνωρίζεται στον έλεγχο με HRCT.
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθειεα
Προφανώς, πιστεύεται ότι οι βρογχεκτασίες είναι συνήθεις επί ΧΑ. Σε μια προσεκτικά σχεδιασμένη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι η επίπτωση των βρογχεκτασιών σε ασθενείς με ΧΑΠ, κυμαίνεται ~50% (►). Όπως είναι γνωστό, υπό τον όρο αυτό κατατάσσονται παθήσεις, όπως η χρόνια βρογχίτιδα, και το πνευμονικό εμφύσημα. Μερικοί συγκαταλέγουν τις μορφές δυσκινησίας κροσσών, τις βρογχεκτασίες ή, ακόμη, και το άσθμα. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να καταχωρηθεί η ΧΑΠ ως αίτιο βρογχεκτασιών, ιδιαίτερα, μάλιστα, ενόσω, η βρογχεκτασία μπορεί να είναι η αρχική διάγνωση ασθενούς, που αργότερα καταχωρήθηκε ως πάσχων από ΧΑΠ. Οι αποφρακτικοί ασθενείς με βρογχεκτασίες εμφανίζουν συχνότερες και σοβαρότερες παροξύνσεις και αυξημένες τιμές των δεικτών φλεγμονής στα πτύελα. Απαιτείται συνέχιση των ερευνών προκειμένου να δειχθεί ο μηχανισμός μέσω του οποίου η ΧΑΠ προάγει στην ανάπτυξη βρογχεκτασιών, αλλά η βαρύτητα της αποφράξεως μπορεί να είναι το κλειδί του υπεύθυνου μηχανισμού.
ανεπάρκεια α1ΑΤ
Η παθολογική κατάσταση συνδέεται άρρηκτα με την παρεγχυματική βλάβη που ονομάζεται πνευμονικό εμφύσημα. Με την ανεπάρκεια του ενζύμου, συνδέονται, επίσης, και οι βρογχεκτασίες (σε ποσοστό ~27% με παρουσία μκλινικής συνδορμής, επίσης[21], αν και δεν έχει διευκρινισθεί κατά πόσον η σχέση διαμεσολαβείται από την καταστροφή του παρεγχύματος, λόγω της οποίας χάνεται η ακτινωτή υποστήριξη των βρογχικών τοιχωμάτων ή αποτελεί άμεση συνέπεια της ανεπάρκειάς του. Αλλά σε μια μελέτη κατανομής του υπεύθυνου αλληλίου, δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ασθενών με ή χωρίς βρογχεκτασίες, ούτε μεταξύ υγφιών και ασθενών με βρογχεκτασίες (►).
Οι βρογχεκτασίες είναι πολυσύνθετη πάθηση που επιβαρύνεται με υψηλούς δείκτες νοσηρότητας και θνητότητας1, της οποίας η διάγνωση καθυστερεί ή παραμερίζεται, εν όψει της εμφανέστερης πνευμονικής ή συστηματικής παθήσεως, της οποίας αποτελεί συνοσηρότητα, αλλά, κυρίως, επειδή, εσφαλμένως, θεωρείται σπάνια (: ορφανή[22]) πάθηση, η δε θεραπεία της συνήθως αποτελεί τροποποποιήσεις δάνειων θεραπειών συναφών καταστάσεων[23], όπως η κυστική ίνωση, η ΧΑΠ, λόγω της ελλείψεως βασισμένων σε ενδείξεις δεδομένων1. Αν και οι ασθενείς συνήθως αναγνωρίζονται ως πάσχοντες από περιορισμένες ή εκτεταμένες βρογχεκτασίες, δεν έχει καθιερωθεί ένας αντικειμενικός τρόπος διαβαθμίσεώς τους[24] και η συμβατική ακτινογραφία θώρακος δεν δύναται να περιγράψει την πολυπλοκότητα των επιπτώσεων της παθήσεως. Επιπλέον, αν και έχει επισημανθεί συσχέτιση μεταξύ τους εύρους των ακτινολογικών ευρημάτων (δείκτης Reiff, p=0.002) ή της ποιότητας ζωής (p=0.06) και της συχνότητας νοσηλειών, δεν έχει επισημανθεί συσχέτιση μεταξύ του εύρους των ακτινολογικών ευρημάτων και της θνητότητας[25].
Κλινικά, εκδηλώνονται με επίμονο βήχα, παθολογικής συστάσεως πτύλεα και επεισόδια αιμοπτύσεων, ενίοτε αθρόων. Κατά το παρελθόν, η επιβεβαίωση των βρογχεκτασιών απαιτούσε τη διενέργεια βρογχογραφίας, μιας παρεμβατικής μεθόδου, η οποία περιελάμβανε τη χορήγηση τοπικού αναισθητικού, την ενδοτραχειακή προώθηση κεκαμμένου ελαστικού καθετήρος, την έγχυση σκιαστικού, τη λήψη ακτινογραφιών και τη φυσιοθεραπευτική προσπάθεια αποβολής του σκιαστικού. Ήδη η μέθοδος αυτή έχει αντικατασταθεί με την υψηλής διακριτικής ευχέρειας αξονική τομογραφία που επιβεβαιώνει την κλινική αποτίμηση ***********.
Στους μισούς περίπου από τους πασχοντες αναγνωρίζονται περισσότεροι του ενός ατιολογικοί παράγοντες[26]. Με τον όρο χρόνιος αποικισμός εννοείται η απομόνωση συγκεκριμένων παθογόνων, τουλάχιστον σε τρεις καλλιέργειες (πρωινών) πτυέλων, με απόσταση τουλάχιστον 3 μηνών μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια 1 έτους[27]. Στα συχνότερα εντοπιζόμενα μικρόβια, που απομονώνονται ως χρόνια εποίκιση ή αίτια παροξύνσεων, συγκαταλέγονται στελέχη σταφυλοκοκκόκου ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη (62.4%), ψευδομονάδα αερογόνος (21.2%), gram αρνητικά εντεροβακτηριοειδή (15%), χτυσίζων σταφυλόκοκκος, εκτός ανθεκτικού στη μεθικιλλίνη (11.6%), καταρροϊκή μοραξέλλα (7.9%), ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας (5.7%) και ο αιμόφιλος της γρίππης (5.6%)[28]. Η θνητότητα ευρίσκεται σημαντικά υψηλότερη μεταξύ ασθενών με χρόνιο εποικισμό και ανάλογη του είδους της εποικίσεως (υψηλότερη με ψευδομονάδα αερογόνο ή ανθεκτικά στλέχη σταφυλοκόκκου), συγκριτικά με ασθενείς χωρίς8.
Παρ΄όλο ότι οι ασθενείς διακρίνονται ως πάσχοντες από ήπιες, σοβαρές ή εκτεταμένες βρογχεκτασίες, δεν έχει συμφωνηθεί ένα σύστημα βαθμονομήσεως της βαρύτητας της παθήσεως, του προσδόκιμου επιβιώσεως και της εκπτώσεως της ποιότητας ζωής και η εκτίμηση της βαρύτητας επαφίεται στην ακτινολογική αποτίμηση τους εύρους των βλαβών, παρ΄όλο ότι η ακτινολογική μόνο έκταση της παθήσεως δεν επαρκεί για την περιγραφή της πολυπλοκότητας της παθήσεως19. Εντελώς πρόσφατα, η κλινική αποτίμηση των βροχγεκτασιών επιχειρείται με την καθιέρωση ενός δείκτης βαρύτητας βρογχεκτασιών (Bronchiectasis Severity Index, BSI)8, για την ποιότητα ζωής (με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο St George για πνευμονοπάθειες[29]) και τις μελλοντικές παροξύσεις (σύμφωνα με τον ορισμό της BTS, ως οξεία επιδείνωση με αύξηση του όγκου της αποχρέμψεως, μςετατροπής της σε πυώδους και την εμφάνιση συτητματικών διαταραχών) για τις οποίες απαιτείται νοσηλεία. Στους δείκτες αυτούς περιλαμβάνονται, η τιμή του δείκτη δύσπνοιας, κατά MRC>4, FEV1 <30%προβλ., εποίκιση με ψευδομονάδα ή άλλους παθογόνους παράγοντες, και η προσβολή 3 ή περισσοτέρων λοβών (η γλωττίδα θεωρείται ανεξάρτητος λοβός), κατά τον έλεγχο με HRCT. Ως παροξύνσεις νοούνται, σύμφωνα με την BTS Στους ανεξάρτητους προγνωστικούς δείκτες θνητότητας, περιλαμβάνονται η παροχημένη ηλικία, ο χαμηλός FEV1, ο χαμηλός BMI, ιστορικό νοσηλειών, και 3 ή περισσότερες παροξύνσεις κατά το προηγούμενο έτος. Επίσης, βαθμονομούνται ανάλογα με το είδος τους: οι κυλινδρικές=1, οι κιρσοειδείς=2 και οι κυστικές=3[30]. Με τον τρόπο αυτό ταυτοποίηθηκαν παράγοντες κινδύνου, όπως το ιστορικό προηγούμενων νοσηλειών (σχ κίνδυνος (rr=13,5, έναντι 1.0 ), η βαθμονόμηση της δύσπνοιας (score 1-3: rr=1.0, score 4: rr=2.42, score 5: rr=2.69), η έκπτωση του FEV1 στο 30% (rr=1.40) ή χαμηλότερο (rr=1.52) και η εποίκιση με ψευδομονάδα αερογόνο ή άλλα παθογόνα (rr=1.66). Η θνητότητα συσχετίζεται με το ιστορικό προηγούμενων νοσηλειών (>3/έτοςàrr=2.25), την ηλικία (>50àrr=1.50-176), τον ΒΜΙ (<18.5 Kg/m2 àrr=1.23, >30Kg/m2àrr=1.14), τον FEV1 %προβλ., (>30% à rr=1.52) και τον αριθμό (>3àrr=2.25) παροξύνσεων, κατ΄έτος25.
Η βαρύτητα, οι κλινικές και οι παθολογοανατομικές μορφές των βρογχεκτασιών διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή, ανάλογα με τη διάρκεια της πρωτοπαθούς παθήσεως και τη χρονιότητα της λοιμώξεως. Η σε άλλοτε άλλο βαθμό πάχυνση του τοιχώματος και διάταση του αυλού τους είναι αποτέλεσμα ποικιλίας αιτιοολογικών παραγόντων και μπορεί να επηρεάζουν την έκβαση της θεραπεάις και την πρόγνωση. Το πρωταρχικό θεραπευτικό μέλημα είναι η άρση του μικροβιακού φορτίου, που συνηθέστερα αφορά στελέχη Pseudomonas sp (58%), την Stenotrophomonas maltophilia (4%), που εμφανίζεται περιοδικά, και τον Staphylococcus aureus (6%) [31]. Το αρχικό θεραπευτικό μέλημα είναι η ενίσχυση του ανοσολογικού συστήαμτος με χορήγηση αντιπνευμονοκοκκικού (εφ΄άπαξ) και αντιγριππικού εμβολιασμού και τη χορήγηση ανοσοτροποποιητικών παραγόντων.
Μεταξύ των διαφόρων αιτιολογιών, η ”κοινή διαλείπουσα ανοσοανεπάρκεια”[32]. δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, καθώς η έγκαιρη εφαρμογή κατάλληλης αγωγής συνεπάγεται παράταση της επιβιώσεως, αποτροπή των επιδεινώσεων της πνευμονικής λειτουργίας, και βελτίωση της ποιότητας ζωής[33]. Μακροπερίοδη προφυλακτική χορήγηση αντιβιοτικών χορηγούνται ευρέως στη θεραπεία των διαφόρων συνδρόμων ανοσοανεπάρκειας, των κοκκιωματωδών νόσων, των ανεπαρκειών του συμπληρώματος, της κληρονομούμενης επιρρέπειας στις μυκοβακτηριώσεις, του συνδρόμου Wiskott-Aldrich[34], του συνδρόμου υπερIgE[35], στις ανεπάρκειες των της σημάνσεως Toll και στην καταστολή των λοιμώξεων από ψευδομονάδα σε ασθενείς με ανπάρκεια Τ-λεμοφκυττάρων[36]. Από μια πρόσφατη μετανάλυση 9 σχετικών τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών[37], διαπστώθηκε ότι τα μακρολίδια μειώνουν την επίπτωση, τη συχνότητα ανά ασθενή και την ένταση των παροξύνσεων βρογχεκτασιών, αλλά όχι τις εισαγωγές για παοξύσνεις οφειλόμενες σε επιλοιμώξεις, βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, αλλά όχι και τις επιδόοεις στις δοκιμασίες 6λεπτης βαδίσεως (6MWT) και, τέλος, βελτιώνουν την πνευμονική λειτουργία (αύξηση του FEV1 και FVC, χωρίς την εμφάνιση σημαντικών παρενεργειών.
Όπως είναι γνωστό, τα μακρολίδια αποσύρονται ταχέως από το πλάσμα, κι εμφανίζουν υψηλές συγκεντρώσεις στους φλεγμαίνοντες ιστούς, μεταφερόμενα εκεί μέσω της αυξημένης ενδοκυττάριας συγκεντρώσεώς τους, ιδίως, στα μακροφάγα, που στρατολογούνται στους τόπους της φλεγμονής[38]. Η τροποποίηση των απαντήσεων του ξενιστή διευκολύνει τη μακροπερίοδη εξασφάλιση θεραπευτικού οφέλους στις απότοκες κυστικής ινώσεως και μη βρογχεκτασίες, παροξύσνεις της ΧΑΠ, και του μη ηωσινοφιλικού άσθματος. Η μακροπερίοδη χορήγηση μακρολιδίων, όπως η ερυθρομυκίνη, μπορεί να ευνοούν την κλινική έκβαση των βρογχεκτασιών, παρ΄όλο ότι η ανάπτυξη ανθεκτικότητας στα μακρολίδια δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί[39]. Στην προαναφερόμενη μελέτη διαπιστώθηκε δραστική μείωση των παροξύνσεων (σχετ.κίνδυνος 1.29 [95% CI, 0.93-1.65], συγκριτικά με εικονικό placebo (σχετ. κίνδυνος 1.97 [95% CI, 1.45-2.48], ανά ασθενή κατ΄έτος, κατά τη διάρκεια της 12μηνης χροηγήσεώς της. Η μακροπερίοδη χορήγηση μακρολιδίων στη θεραπεία των σταθεροποιημένων βρογχεκτασιών έχει καταδειχθεί ότι εισφέρει στην μείωση των παροξύσεων[40], την εκρίζωση των εποικισμένων μικροβίων και την αποτροπή εγκαταστάσεως νέων παθογόνων, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών και την επιβράδυνση της διαχρονικής μειώσεως της πνευμονικής λειτουργίας[41], τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Ειδικότερα, σε μια από τις πρόσφατα δημοσιευθείσες μεταναλύσεις, στις οποίες συμπεριελήφθησαν 9 τυχαιοποιημένες συγκριτικές μελέτες μακροπερίοδης χορηγήσεως μακρολιδίων, έναντι χορηγήσεως εικονικού φαρμάκου ή συμβατικής θιεραπείας διαπιστώθηκε μείωση του αριθμού των παροξύσνεων, βελτίωση της ποιότητας ζωής, επιβράδυνση της διαχρονικής μειώσεως της πνευμονικής λειτουργίας, εκρίζωση των παθογόνων εποικίσεων και αποτροπή εγαταστάσεως νέων[42].
Η αζιθρομυκίνη ασκεί ανοσοτροποποιητικές δράσεις σε χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως η χρόνια πανβρογχιολίτις[43] και οι βρογχεκτασίες[44]. Στην προαναφερόμενη κλινική μελέτη, στην οποία χορηγήθηκαν 250 mg αζιθρομυκίνης, ημερησίως, επί 1 έτος, διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυμος παροξύνσεων μειώθηκε σημαντικά μεταξύ των ασθενών που έλαβαν τη θεραπεία (σχ. κίνδυνος 0.29 [95% CI, 0.16-0.51]), συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο, ενώ εμφάνισαν μικρή, αλλά στατιστικά σημαντική βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας (αύξηση του FEV1 κατά 1.05%, κατά το πρώτο 3μηνο, συγκριτικά (P = .047) με τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (- 0.10%). Σημαντική αναλογία (40%), εν τούτοις, των ασθενών υπό αζιθρομυκίνη, εμφάνισαν γαστρεντερικές διαταρχές (σχετ κίνδυνος 7.44 [95% CI, 0.97-56.88]) ή και διάρροιες (σχετ κίνδυνος 8.36 [95% CI, 1.10-63.15]).
Για την αντιμετώπιση λοιμώξεων του αναπνευστικού χορηγούνται εισπνεόμενα αντιβιοτικά από τη δεκαετία του 1940. Η πρώιμη εμπειρία αφορούσε την νεφελοποίηση αντιβιοτικών παρασκευασμένων για παρεντερική χρήση, αλλά τα σκευάσματα αυτά προκαλούσαν σημαντικές παρενέργειες από το αναπνευστικό,, λόγω αντιδράσεων στα έκδοχα που περιείχαν κια τη μη φυσιολογική χημική τους σύνθεση. Μεγάλη ώθηση στη θεραπεία με νεφελοποιήματα αντιβιοτικών δόθηκε στην έγκριση από τον FDA της χορηγήσεως με τομπραμυκίνης με εισπνοές στους ασθενείς με βρογχεκτασίες και χρόνια λοίμωξη με Pseudomonas aeruginosa, όπως και, αργότερα, σε ασθενείς με μυκοβακτηριώσεις, πνευμονία αναπνευστήρος, ΧΑΠ και στους μεταμοσχευθέντες[45]. Τα αντιβιοτικά που διατίθενται ως ξηρή σκόνη ή νεφελοποιήματα, είναι η τομπραμυκίνη, η κολιστίνη και η αζτρεονάμη, αν και δεν έχουν, ακόμη, λάβει έγκριση για χρήσεις σε μεταλοιμώδεις βρογχεκτασίες. Ενέσιμα σκευάσματα γενταμυκίνης24, τομπραμυκίνης, αμικασίνης, κεφταζιδίμης και αμφοτερικίνης[46], χορηγούνται νεφελοποιούμενα, για την αντιμετώπιση ΜΛΒ[47]. Ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους, μετά χορήγηση εισπνεόμενων αντιβιοτικών σε ασθενείς με ΜΛΒ (Χ3.51, 95% CL 1.96-6.28), παραμένει η αιμόπτυση. Σημειώνεται, όμως, ότι και τα άλλα εισπνεόμενα φάρμακα επισύρουν μεγαλύτερο κίνδυνο αιμοπτύσεως (Χ2.51, 95%CI 2.23-5.15)[48] σε ασθενείς με βογχεκτασίες.
[1] Sidhu MK, Mandal P, Hill AT. Bronchiectasis: an update on current pharmacotherapy and future perspectives. Expert Opin Pharmacother. 2014, 15:505-25
[2] McDonnell M, Chalmers J, Goemmine P et al. Validation of a Disease Specific Severity Index for Non-Cystic Fibrosis Bronchiectasis: The BSI Index. Chest. 2014, 145(3 Suppl):428A.
[3] Pasteur MC, Bilton D, Hill AT British Thoracic Society guideline for non-CF bronchiectasis. Thorax 2010, 65 (Suppl 1) 1–58.
[4] McGovern BE. The problem of bronchiectasis; a review. Dis Chest. 1949 Feb;15(2):208-21
[5] King PT. The pathophysiology of bronchiectasis. Int J Chron Obstruct Pulmon Dis 2009, 4: 411–419
[6] Ringshausen FC, de Roux A, Pletz MW, Hamalainen N, Welte T, et al. (2013) Bronchiectasis-associated hospitalizations in Germany, 2005–2011: a population-based study of disease burden and trends. PLoS ONE 8: e71109
[7] Tsang KW, Tipoe GL. Bronchiectasis: not an orphan disease in the East. Int J Tuberc Lung Dis 2004, 8: 691–702.
[8] Seitz AE, Olivier KN, Steiner CA, Montes de Oca R, Holland SM, et al. Trends and burden of bronchiectasis-associated hospitalizations in the United States, 1993–2006. Chest 2010, 138: 944–949
[9] Agasthian T1, Deschamps C, Trastek VF, et al Surgical management of bronchiectasis. Ann Thorac Surg. 1996, 62:976-8
[10] Felix C. Ringshausen, Andrés de Roux, Bronchiectasis-Associated Hospitalizations in Germany, 2005–2011: A Population-Based Study of Disease Burden and Trends. PLoS One. 2013, 1, 8(8):e71109.
[11] Seitz AE1, Olivier KN, Steiner CA et al. rends and burden of bronchiectasis-associated hospitalizations in the United States, 1993-2006. Chest. 2010, 138:944-9
[12]O'Briena C, Guestb PJ, Hilla SL, Stockleya RA. Physiological and radiological characterisation of patients diagnosed with chronic obstructive pulmonary disease in primary care. Thorax 2000;55:635-642
[13] Patel IS1, Vlahos I, Wilkinson TM, Lloyd-Owen SJ. Bronchiectasis, exacerbation indices, and inflammation in chronic obstructive pulmonary disease. Am J Respir Crit Care Med. 2004, 170:400-7
[14] De Soyza A, Brown JS, Loebinger MR Research priorities in bronchiectasis. Thorax 2013, 68: 695–696
[15] Μαθιουδάκης Γ.Α. Μαθιουδάκης Α. Γ. (2013) αδημοσίευτα στοιχεία,
[16] Balis E, Metaxas E, Papaparaskevas J, Chrysovergi D, Spanakis N, Tsakris A, Tatsis G. Pulmonary Function Tests for the Prediction of Non-CF Bronchiectasis Exacerbations. Chest. 2014 Mar 1;145(3 Suppl):418A.
[17] Chalmers JD, Hill AT. Mechanisms of immune dysfunction and bacterial persistence in non-cystic fibrosis bronchiectasis. Mol Immunol 2013, 55:27–34.
[18] Choi AMK, Alam J. Heme oxygenase-1: function, regulation, and implication of a novel stress-inducible protein in oxidant-induced lung injury. Am J Respir Crit Care Med 1996;15:9–19
[19] Sherani K, Upadhyay H, Vakil A, Cervellione K, Thurm C. Common variable immunodeficiency and bronchiectasis: an easily missed common association. Chest. 2014, 145(3 S):123A. [20]Grenier P1, Mourey-Gerosa I, Benali K, Brauner MW. Abnormalities of the airways and lung parenchyma in asthmatics: CT observations in 50 patients and inter- and intraobserver variability. Eur Radiol. 1996;6(2):199-206.
[21] Murray MP, Govan JRW, Doherty CJ, Simpson AJ, Wilkinson TS, Chalmers JD, Greening AP, Haslett C, Hill AT. A randomized controlled trial of nebulized gentamicin in non-cystic fibrosis bronchiectasis. Am J Respir Crit Care Med 2011,183:491–499
[22] Martínez García MA.. Bronchiectasis: still an orphan disease? Arch Bronconeumol. 2005 Aug;41(8):407-9.
[23] De Soyza A, Brown JS, Loebinger MR (2013) Research priorities in bronchiectasis. Thorax 68: 695–696.
[24] McShane PJ, Naureckas ET, Tino G, Strek ME. Non-cystic fibrosis bronchiectasis. Am J Respir Crit Care Med 2013, 188:647–656
[25] Chalmers JD, Goeminne P, Aliberti S, McDonnell M. The Bronchiectasis Severity Index. An International Derivation and Validation Study. American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine 2014, 189:5, 576-585
[26] Pasteur MC, Helliwell SM, Houghton SJ, Webb SC, Foweraker JE, Coulden RA, Flower CD, Bilton D, Keogan MT. An investigation into causative factors in patients with bronchiectasis. Am J Respir Crit Care Med 2000, 162:1277–1284.
[27] Lee TW, Brownlee KG, Conway SP, Denton M, Littlewood JM. Evaluation of a new definition for chronic Pseudomonas aeruginosa infection in cystic fibrosis patients. J Cyst Fibros 2003, 2:29–34
[28]Chalmers JD, Goeminne P, Aliberti S, McDonnell M. The Bronchiectasis Severity Index. An International Derivation and Validation Study. American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine 2014, 189:5, 576-585
[29] Wilson CB, Jones PW, O’Leary CJ, Cole PJ, Wilson R. Validation of the St. George’s Respiratory Questionnaire in bronchiectasis. Am J Respir Crit Care Med 1997;156:536–541
[30] Pasteur MC, Helliwell SM, Houghton SJ, Webb SC, Foweraker JE, Coulden RA, Flower CD, Bilton D, Keogan MT. An investigation into causative factors in patients with bronchiectasis. Am J Respir Crit Care Med 2000;162:1277–1284.
[31] Gramblicka G, Visentini D, Morandi V. et al. Prevalence of Bacteria in Patients With Non-CF Bronchiectasis. Chest. 2014,145:419A.
[32] Park JH, Levinson AI. "Granulomatous-lymphocytic interstitial lung disease (GLILD) in common variable immunodeficiency (CVID)" Clin Immunol. 2010;134:97-101
[33] Busse PJ, Farzan S, Cunningham-Rundles C, "Pulmonary complications of common variable immunodeficiency" Ann Allergy Asthma Immunol. 2007, 98!1-3
[34]Μαθιουδάκης ΓΑ. http://respi-gam.net/node/5042#συνδwas
[35] Μαθιουδάκης ΓΑ. http://respi-gam.net/node/5042#συνδjob
[36] Kuruvilla M, de la Morena MT. Antibiotic prophylaxis in primary immune deficiency disorders. J Allergy Clin Immunol Pract. 2013,1:573-82. doi: 10.1016/j.jaip.2013.09.013.
[37] Yong-hua Gao, Wei-jie Guan, Rong-chang Chen. Macrolide Therapy in Adults and Children with Non-Cystic Fibrosis Bronchiectasis: A Systematic Review and Meta-Analysis. PloSOne 2014, 9:e90047
[38] Michael J. Parnhama MJ., Haberd VE, Giamarellos-Bourboulis EJ. Azithromycin: Mechanisms of action and their relevance for clinical applications. Pharmacol Ther. 2014 Mar 11 avelable on line.
[39] Serisier DJ, Martin ML, McGuckin MA, Lourie R, Chen AC, Brain B, Biga S, Schlebusch S, Dash P, Bowler SD. Effect of long-term, low-dose erythromycin on pulmonary exacerbations among patients with non-cystic fibrosis bronchiectasis: the BLESS randomized controlled trial. JAMA 2013, 309:1260–1267
[40] Gao YH, Guan WJ, Xu G, Tang Y, Gao Y et al. Macrolide therapy in adults and children with non-cystic fibrosis bronchiectasis: a systematic review and meta-analysis. PLoS One. 2014 Mar 6;9(3):e90047
[41] Corvol H1, Taytard J2, Thouvenin G2, Périsson C et al. Why use long-term macrolide therapy in pediatric pulmonology? Arch Pediatr. 2014, 21:314-21.
[42] Wu Q1, Shen W, Cheng H, Zhou X. Long-term macrolides for non-cystic fibrosis bronchiectasis: A systematic review and meta-analysis. Respirology. 2014,19:321-9
[43] Wong C, Jayaram L, Karalus N, et al . Azithromycin for prevention of exacerbations in non-cystic fibrosis bronchiectasis (EMBRACE): a randomised, double-blind, placebo-controlled trial. Lancet 2012, 380:660–667.
[44] Altenburg J, de Graaff CS, Stienstra et al. Effect of azithromycin maintenance treatment on infectious exacerbations among patients with non-cystic fibrosis bronchiectasis: the BAT randomized controlled trial. JAMA 2013, 309:1251–1259.
[45] Quon BS, Goss CH, Ramsey BW. Inhaled antibiotics for lower airway infections. Ann Am Thorac Soc. 2014,11:425-34
[46] Sehgal IS, Agarwal R. Role of inhaled amphotericin in allergic bronchopulmonary aspergillosis. J Postgrad Med. 2014 Jan-Mar;60(1):41-5
[47] Rubin BK. Aerosolized antibiotics for non-cystic fibrosis bronchiectasis. J Aerosol Med Pulm Drug Deliv. 2008, 21:71-6
[48] Lee JK, Lee J, Park SS, Heo EY, Park YS, et al. Effect of inhalers on the development of haemoptysis in patients with non-cystic fibrosis bronchiectasis. Int J Tuberc Lung Dis. 2014, 18:363-70.