Βιβλιογραφική κριτική για τις "φυσιολογικές" σπιρομετρικές τιμές

βλέπε: προβλεπόμενες τιμές  

Οι προβλεπόμενες τιμές είναι κρίσιμο "εργαλείο" για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της σπιρομετρήσεως και άλλων μετρήσεων στα πλαίσια λειτουργικού ελέγχου αναπνοής (&). Οι παράμετροι των δοκιμασιών λειτουργικού ελέγχου αναπνοής διακρίνται από ευρεία διατομική διακύμανση και, αντίθετα, με άλλες βιολογικές μετρήσεις εξαρτώνται απότα σωματομετρικά χαρακτηρισιτκά των εξεταζομένων, όπως ηλικία, φύλο, ύψος, βάρος, φυλή.  Η σπιρομέτρηση είναι μια αξιόλογη μέθοδος για τη μελέτη ασθενών με πνευμονοπάθειες, τόσο σε νοσοκομειακές διατάξεις, όσο και σε επίπεδο Αβάθμιας φροντίδας υγείας, ενώ η χρήση της έχει τύχει μεγάλης διαδόσεως, τα τελευταία χρόνια. Η ερμηνεία της σπιρομετρήσεως διενεργείται με σύγκριση των τιμών που παράγει ο ασθενής με "προβλεπόμενες" τιμές που θεωρητικά θα αντιστοιχούσαν στον ασθενή, εάν δεν είχε επιβαρυνθεί από τις δυσμενε΄λις επιδράσσεις της παθήσεώσ του. Έτσι,

Τα τελευταία χρόνια, έχουν παρατηρηθεί επιφυλάξεις για τη χρήση των "κατωφλίων" κριτηρίων για τη διάγνωση των αποφρακτικών πνευμονοπαθειών βάσει της διορθωμένης -ως προς την προβλεπόμενη τιμή της- της τιμής του FEV1 και του FEV1/FVC. Έχει υπσοτηιχθεί ότι η αναφορά σε προβλεπόμενες τιμές οδηγούν σε εσφαλμένη ταξινόμηση των ασθενών. Ένας από τους λόγους είναι η τάση υπερδιαγνώσεως της ΧΑΠ σε ηλικιωμένους και η τάση υποδιαγνώσεως σε άτομα, ηλικίας <45 ετών. Έχει, γενικά αναγνωριστεί ότι

Μια από τις βασικότερες επιφυλάξεις που αναφέρονται είναι ότι οιπροβλεπόμενες τιμές που προέρχονται από δείγματα υγιών ατόμων είναι στατιστικές προσεγγίσεις, εκτεθειμένες σε σφάλματα τύπου ΙΙ (συμπερίληψη μη αντιπροσωπευτικών παρατηρήσεων-ατόμων στο δείγμα αναφοράς) ή σφάλματα τύπου Ι (μικρό δείγμα αναφοράς). Επιπλέον, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση των εξισώσεων αναφοράς αποτελούν συλλογές ταυτοχρονικών μελετών, που δεινεργήθηκαν πριν από πολλές δεκαετίες. Η πρακτική αυτή έχει δύο μειονεκτήματα: [α] Δεν ενσωματώνονται οι μεταβολές στη μεθοδολογία της σπιρομετρήσεως, αλλά και οι διαχρονικές μεταβολές της πνευμονικής λειτουργίας από γενηά σε γενηά, μποορεί να εγείρουν επιφυλάξεις για τη χρησιμοποίησή τους σε τρέχουσες μετρήσεις. [β] οι προτεινόμενες τιμές προέρχονται από ταυτοχρονικές μελέτες, ομάδων πληθυσμών, κατανεμημένων ανά δεκαετίες ηλικιών, ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η διαχρονική μεθοδολογία, δηλαδή το ίδιο άτομο να μετρηθεί, ανά δεκαετία αυξήσεως της ηλικίας του. 

Έτσι, συνπεριλαμβάνουν κριτήρια εντάξεως, τα οποία είναι, στην πραγματικότητα, παράγοντες κινδύνου της παθήσεως ή δυσμενών εκβάσεών της. Υποστηρίζεται ότι αναγκαιοί μια νέα αντιπροσωπευτική προσέγγιση για τη χρήση των δεδομένων πνευμονικής λειτουργίας, παρόμοιας με εκείνης που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση εξισώσεων προγνώσεως κινδύνου, στη μελέτη Framingham για τις καρδιαγγειακές παθήσεις (&). Οι αντιπροσωπευτικές αυτές εξισώσεις πρέπει να βασίζονται σε παρατηρήσεις από μελέτες φάλάγγων και τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών, μάλλον παρά από ταυτοχρονικές μελέτες, οι οποίες, με την κατάλληλη σχηματοποίησή τους θα παρέξουν αξιόπιστη συνεισφορά στις διαδικασίες λήψεως κλινικών αποφάσεων.

Οι 'προβλεπόμενες τιμές' επί των οποίων συγκρίνονται οι μετρημένες σε κάθε περίπτωση προέρχονται από εξισώσεις προσομοιώσεως, που προέρχονται από την τυχαία μέτρηση αντιστοιχισμένων ως προς ύψος, ηλικία, φύλλο, κατά τεκμήριο 'υγιών', που τεκμαίρεται ότι διαβιούν σε συγκερίσιμες χωροβιονοιμικές συνθήκες και είναι της ίδια φυλής.  <Ως κατώτερο όριο 'φυσιολογικού' θεωρείται -αυθαίρετα- το 80% της προβελπόμενης τοιμής, δηλαδή κάθε μέτρηση κάτω από το όριο αυτό είναι παθολογική τιμή. Παρ΄όλο ότι η τιμή αυτή εμπεριέχεται στο 5ο εκατοστημόριο ατόμων συγκρίσιμων ύψους, ηλικίας, εάν τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά του εξαταζόμενου 'πέφτουν' έξω από την προβλεφθείσα διακύμανση ως προς το ύψος και την ηλικία, το όριο του 80% μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, εκτός του γεγονότος ότι δεν αποτελεί συνηθισμένη τακτική αποτιμήσεως φυσιολογικών δεδομένων και δεν είναι συνεπές στατιστικά. Εναλλακτικά, τα αποτελέσματα μιας μετρήσεως κλινικού ενδιαφέροντος μπορεί να εκφράζονται σε σχέση με προβλεπόμενες τιμές, που εντάσσονται στα "κάτω όρια του  φυσιολογικού, ΚΟΦ" που αντιστοιχεί στο 5ο εκατοστημόριο και προτείνεται ως όριο υγιούς-παθολογικού. Τα ΚΟΦ είναι, γενικά, η τιμή X̄-1.645 SE. Πρόσφατα οι Quanjer et al., (&)