Φάρμακα 1

import_contactsOctreotide

γενικά: παρατεταμένης δράσεως ανάλογο της σωματοστατίνης.
Η σωματοστατίνη αεκκρίνεται από τα κύτταρα D του παγκρέατος, και αναστέλλει την απελευθέρωση της αυξητικής ορμόνης, του γλουκαγόνου, και της ινσουλίνης.
Χρήσεις
θεραπεία της οξείας αιμορραγίας των κιρσών. μεγαλακρία. |
σύνδρομο καρκινοειδούς. αναστέλλει τις επιπλοκές μετά επεμβάσεις στο πάγκρεας. VIPώματα. επιμένουσα διάρροια.
Παρενέργειες: χολόλιθοι (δευτεροπαθείς σε χολόσταση).
ι. ☸ασυκλοβίρη (ασικλοβίρη). Είναι ένα από τα σημαντικότερα διαθέσιμα αντιικά φάρμακα κι έχει αντικατστήσει την βιταραβίνη (ara-Α) που υπήρξε ο πρώτος αντιικός παράγων, για συστηματική χορήγηση σοβαρών ιογενών λοιμώξεων. Είναι συνθετικό ανάλογο νουκλεοτιδίου της πουρίνης που σχετίζεται δομικά με τη γουανασίνη. Δεν συνδέεται με πρωτεΐνες αλλά κατανέμεται ομοιόμορφα στο νερό του σώματος, εκτός του ΕΝΥ, στο οποίο οι συγκεντρώσεις είναι του επιπέδου των 25-50% εκείνων του πλάσματος. Η συγκέντρωσή της σταούρα είναι Χ10 εκείνης στο πλάσμα κι έχει χρόνο ημιζωής ~3 ώρες, που ναυξάνεται στο 6πλάσιο, επι νεφρικής ανεπάρκειας.  Κατά 60% αποβάλλεται, με΄σω διαλύσεως και, κατάμεγίστη πιθανότητα δεν εμφανίζει μιτωτικές ή καρφκινογόνες ιδιότητες. Διαπερνά τον πλακούντα, ώστε θα μπορούσε να χορηγηθεί στην εγκυμοσύνη, μόνο επί ισχυρής ενδείξεως που αφορά στην μητέρα. Επίσης, εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.  
Αναστέλλει τη σύνθεση του DNA και με τον τρόπο αυτόν, τον πολλαπλασιασμό των ιών.  Δεν επηρεάζει, επομένως, τους σε ύπνωση ιούς. Υπάερχειμ μικρή επίπτωση ανθεκτικότητας, αλλά η ανέλεγκτη χρήση της πρέπει να αποφεύγεται. Η αντιική της δράση, σχετική είναι εν μέρει σχετική με τη δράση της στον ιό του συμπλέγματος έρπητος 1 και 2, αλλά είναι λιγότερο δραστική, αλλά πολύ χρήσιμη έναντι του ιού έρπητος ανεμευλογιάς, μέσης αποτελεσματικόττηας έναντι του ιού epstein-bar, αλλά αδρανής έναντι του κυτταρομεγαλοϊού, που είναι, εν τούτοις, ευαίσθητος στην γανκυκλοβίρη. Μεγάλη, όμως, είναι η θεραπευτική της αξία στις περιπτώσεις εγκεφαλίτιδας από HSV, όπου έχει δειχθεί κλινικές δοκιμές ότι εξασφαλίζει επιβίωση μέσρις 80% και πλήρη νευρολογική αποκατάσταση, στο 50% των προβεβλημένων. Κι είναι επίσης αποτελεσματική στη στοματική, εντόπιση του νHSV, όπως στα γεννητικά όργανα, στον πρωκτό και την προσβολή νεογεννήτων. Επί VZV είναι, επίσης αποδοτική, ιδίως στους ηλικιωμένους, κιμ εκείνους με επινέμηση του τριδύμου, στην ερπητική εγκεφαλίτιδα, καικ την εξ ανεμευλογιάς πνευμονία. Τέλος, στους αννοσοκατεσταλμένους, στους οποίους επιπροσθέτωςείναι δραστική η ιντερφερόνη α, ή/και η ανοσοσφαιρίνη έναντι του ZVZ. H Ασικλοβίρη δεν ενδείκνυται στη λοιμώδη μονοπυρήνωση, εκτός των οροθετικών περιπτώσεων μεταμοσχεύσεως μυελού προφυλακτικώς. Στους ασθενείς αυτούς χορηγείται σε υψηλές δόσεις ~500mg/m2, Χ4, για τον πρώτο μήνα. Επίσης δεν χορηγείται στο χρόνιο σύνδρομο εξαντλήσεως . 
Διατίθενται σε ξηρά σκόνη για IV χορήγηση, και ως αλοιφή για βλεννοδερματικές βλάβες ή κερατίτιδα, όπου χορηγείται 5-10 mg/8ωρο, για 5-10 ημέρες. Τυπικώς, 500 mg ανασυντίθενται σε 20 ml, που διαλύονται σε 100 ml, και χορηγούνται σε διάστημα πλέον της ώραςαποδίδοντας ένα μέσο σταθεροποιημένης αιχμής συγκεντρώσεως 20μg/ml. Το διάλυμα κρυσταλλοποιείται, εάν καταψυχθεί. Η ασικλοβίρης, εν γένει, είναι καλώς ανεκτή  αλλά μπορεί να προκαλέσει φλεβικό ερεθισμό, λόγω της αλκαλικής της φύσεως εκτός και εάν χορηγείται διαλυμένη και αργά. Σποραδικώς, μπορεί να προκαλέσει ναυτία ή εξάνθημα και, σπάνια, αναστρέψιμη εγκεφαλίτιδα ή νεφρική ανεπάρκεια σε πολύ υψηλές δόσεις.
Στα πρόσφατα εισαχθέντα ανάλογα περιλαμβάνονται: η βαλακυκλοβίρη, η φαμσικλοβίρη, η Φουσκανέτη. Η τελευταία νπορεί ναχρησιμποποιηθεί σε λοιμώξεις από ανθεκτικό στην ακυκλοβίρη HSV 2          
ιι. ☸Γανσυκλοβίρη . Είναι δομικώς παρόμοια της ασυκλοβίρης και χορηγείται στηην ίδια δοσολογία, με τον ίδιο τρόπο. Η βασική της διαφορά είναι ότι είναι δραστική έναντι του κυτταρομεγαλοϊού, Χιρηγείτ;ι, επομένως, σε συνδυασμό με ανοσοσφαιρίνη, σε περιπτώσεις CMV αμφιβληστροειδίτιδας ή πνευμονίας, π.χ., μετά μεταμόσχευση μυελού. Αντίθετα με την ασυκλοβίρη, μπορεί, εν τούτοις να προκαλέσει ακταστολή του μυελού και έχει αποδειχθεί τερατογόνος και μιτογόνος σε πειρματόζωα. Η συνήθης δόση της είναι 12 mg/kg IV ;νά 12ωρο.