ανθεκτικό στα κορτικοειδή άσθμα

κορτικοανθετικό άσθμα -ορισμός
 Με τον όρο "ανθεκτικό στα κορτικοειδή άσθμα" (κορτικοανθεκτικό άσθμα), ορίζουμε το άσθμα, στο οποίο δεν παρατηρήθηκε η πρέπουσα βελτίωση κατά 15% του, μικρότερου του 75% της φυσιολογικής του τιμής, FEV1, μετά ικανή σε διάρκεια και δόσολογία θεραπεία με κορτικοειδή (π.χ., 40 mg πρεδνιζολόνης για 1-2 εβδομάδες.

  Όπως είναι γνωστό, τα κορτικοειδή ασκούν έκδηλες αντιφλεγμονώδεις δράσεις και αποτελούν τους αποδοτικότερους παράγοντες στη θεραπεία του άσθματος. Είναι, ήδη, γνωστό ότι το άσθμα είναι σύνδρομο, στο οποίο αναγνωρίζονται μεγα΄λος αριθμόις διακριτών και αλληλεπικαλυπτόμενων φαινότυπων. Το ανθεκτικό στα κορτικεοιδή άσθμα είναι ένα άκρο του φάσματος της απαντητικότητος των γλυοκορτικοειδών (). Οι ασθενείς με κορτικοειδοανθεκτικό άσθμα δεν επωφελούνται από τη χορήγηση γλυκοκοριτοειδών και αποτελούν μείζον κλινικό πρόβλημα, το οποίο προκαλεί δραστική αύξηση στο κόστος του άσθματος, παγκοσμίως. Πέρα απ΄αυτό, όμω,ς η μελέτη του κροτικοανθεκτικού άσθματος, εισφέρει στην κατανόηση του μηχανισμού δράσεως των κορτικοειδών (). Οι ασθενείς αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνους που δεν λαμβ'ανουν την αντιφλεγμονώδη θεραπεία τους ή εκείνους στους οποίους δεν έχει σχεδιαστεί η κατάλληλη θεραπεία (, ).

βλέπε: μηχανισμοί δράσεως των κορτικοειδών.

άσθμα και οστεοπόρωση

Στις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες για την προφύλαξη από την οοτεοπόρωση δεν λαμβάνεται υπ΄όψη ο κίνδυνος της μειώσεως της οστικής πυκνότητας και της πιθανότητας καταγμάτων σε ασθματικούς ασθενείς υπό θεραπεία με εισπνεόμενα στεροειδή.

Όπως είναι γνωστό, με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας επιτρέπεται η διάγνωση της οστεοπορώσεως (οστική πυκνότητα, bone mineral density, BMD), πριν την εμφάνιση καταγμάτων (&). Οι καλύτερα προσφερόμενες οστικές μοίρες για τη διάγνωση της οστεοπορώσεως είναι το μηριαίο οστούν και οι ιοσφυοϊεροί σπόνδυλοι. Ο βαθμός κινδύνου για κατάγματα εκτιμάται ότι αυξάνεται κατά 1.5-3.0 φορές, για κάθε μια σταθερή απόκλιση της BMD.

Ανεπιθύμητες ενέργειες των εισπνεόμενων κορτικοειδών στην οστική πυκνότητα

Έχει γνωστεί ότι χαμηλές ημερήσιες δόσεις εισπνεόμενων κορτικοειδών για > 10 ± 5.5 (ενήλικες, &) (παιδιά, &) έτη ή για παιδιά, ηλικίας 4-6 ετών (&) δεν απολήγουν σε σημαντική μείωση της οστικής πυκνότητας. Αντίθετα, η θεραπεία με υψηλές δόσεις εισπνεόμενων στεροειδών απολήγει στη μείωση της οστικής πυκνότητας  σε ασθενείς με άσθμα (&) ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (&) (βλ. ΧΑΠ και οστεοπόρωση) και σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (&).

Figure 1εικόνα 1. Εξάρτηση της απώλειας οστικής πυκνότητας (μετρηθείσα στους  οσφυοϊερούς σπονδύλους) από τηνη ημερήσια δόση εισπνέομενου κορτικοειδούς, σε 69 κορτικοεδοεξαρτώμενους ασθματικούς ασθενείς (&).  Έχει γνωστεί, εντούτοις, ότι περίπου το 45% της διακυμάνσεως της απώλειας οστικής μάζης που αναγνωρίζεται σε ηλικιωμένους κορικοεξαρτώμενους ασθενείς, δεν εξηγείται από την έκθεσή τους σε παρούσα ή παρελθούσα έκθεση σε θεραπεία με κοριτκοειδή ή άλλους κλινικά αναγνωρισμένους κινδύνους οστεοπορώσεως (&, &). Γενετικές προδιαθέσεις δεν έχουν, προσώρας, ταυτοποιηθεί, μπορεί να ευθύνονται για το πλείστον της διακυμάνσεως.

πρόληψη και θεραπεία της οστεοπορώσεως, απότοκης χρόνιας κορτικοειδοθεραπείας (*&*)

Στους ασθενείς που πρόκειται να ενταχθούν ή να συνεχίσουν ένα πρόγραμμα με εισπνεόμενα στεροειδή, σε δόση ανάλογη με 1.0 mg διπροπιονικής μπεκλομεθαζόνης/Η, ή ισοδύναμης ποσότητας συστηματικής χήσεως, συνιστάται ένας βασικός έλεγχος οστικής πυκνότητας (&) και, ανάλογα με τα αποτελέσματα, να ελέγχεται το ενδεχόμενο χορηγήσεως ταυτόχρονης προφυλακτικής θεραπείας οστεοπορώσεως. Σύμφωνα με την κοινή κλινική πρακτική,