η φυματίωση στην Ελλάδα

 
 

  Στη Χώρα μας, η φυματίωση ευρίσκεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, συγκριτικά με τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, αλλά σε επίπεδα χαμηλότερα από άλλες, αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η ετήσια επίπτωση της φυματιώσεως, όπως καταγράφεται στις αρμόδιες υπηρεσίες κυμαίνεται περί τις 950 περίπου περιπτώσεις/χρόνο. Με πληθυσμό περίπου 10 εκατ., η επίπτωση στην Ελλάδα είναι 10/100.000. Φαίνεται ότι η τιμή αυτή υπεκτιμά την πραγματική επίπτωση στην Ελλάδα, επειδή δεν δηλώνονται όλα τα κρούσματα κι έχουν μόνο συγκριτική αξία, καθώς, με τον ίδιο τρόπο λαμβάνονται και  τα στοιχεία προηγούμενων ετών. Ίσως ακριβέστερα είναι τα στοιχεία των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου μετά τη δεκαετία του 1980, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση της επιπτώσεως, (60-150/100000) για να μειωθεί πάλι, αργότερα (30/100000). Η γεωγραφιή κατανομή εμφανίζει μεγάλες διαφορές, ανάλογες με τις χωροβιονομικές διαφορές τους. Η επίπτωση στην Μακεδονία (139) και τη Θράκη (236) είναι μεγαλύτερη, συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Αττική (82.1). Η αύξηση της επιπτπώσεως της φυματιπώσεως, εν γένει, ακολουθεί τις μεταναστευτικές ροές (βλ. διάγραμμα), ιδίως, από χώρες με δείκτη διαμολύνσεως υψηλότερο από εκείνον στη Χώρα μας, όπως, βέβαια, επίσης και από την επιδημιολογία του AIDS (εικόνα 1). Οι νέες περιπτώσεις φυματιώσεως οφείλονται είτε στην μόλυνση από επαφές προσφάτων περιπτώσεων, που δεν εμφανίζουν ευρήματα αρχικής λοιμώξεως και που συχνά ορίζονται ως "εξελικτική πρωτοπαθής νόσος", αλλά κι από επαφές παλαιότερων (από έτη ή δεκαετίες) μολύνσεων, οι οποίοι, με το πέρασμα του χρόνου, χάνουν την αμυντική τους ικανότητα, έναντι του μικροβίου και οι οποίες ορίζονται ως "αναζωπυρώσεις".