Οι αυτοάνοσες παθήσεις μπορούν να οριστούν ως κλινικά σύνδρομα απότοκα ενεργοποιήσεως των Τ- ή/και Β-λεμφοκυττάρων, χωρίς την παρουσία εξελισσόμενης λοιμώδους παθήσεως ή άλλης εμπλεκόμενης παθολογικής εκτροπής ("►"). Από πρόσφατες μελέτες γενετικού υλικού έχει συμπερανθεί ότι πολλές ανοσοσχετικές παθολογικές εκτροπές ερείδονται σε κοινούς ανοσολογικούς μηχανισμούς, η κατανόηση των οποίων διευρύνει την ιατρική αντίληψη στην ανάπτυξη και συνύπαρξη των φαινοτυπικά διαφορετικών αυτών παθήσεων (►, ►, ►). ΟΙ αυτοάνοσες παθήσεις συνδέονται με πολυπαραγοντική παθογένεια, στην οποία απο κοινού, περιβαλλοντικοί παράγοντες συμπράττουν με σύμφυτα χαρακτηριστικά. Οι τεχνικές βελτιώσεις, από κοινού με την ολοκλήρωση του ανθρώπινου γονιδιώματος επιτρέπουν, ήδη, την ταυτοποίηση καινοφανών γενετικών ποικιλιών κινδύνου σε πολλές αυτοοάνοσες παθήσεις.
Έχει γνωστεί ότι τα Τ και Β-λεμφοκύτταρα είναι εξιδεικευμένα στην αναγνώριση ειδικών ξέςνων αντιγόνων, αλλά ακόμη και και επί υγιών, εμφανίζεται χαμηλού βαθμού αυτοαντιδρασατικότητα έναντι ίδιων αντιγόνων. Η αυτοαντιδραστικότητα εξαίρεται επί αυοάνοσων παθήσεων, είτε κατά συστηματικό τρόπο, όπως επί ρευματοειδούς αρθρίτιδας ή κατά οργανοειδική, όπως επί νόσου του Graves ή διαβήτου τύπου 1. Η επίπτωση των αυτοάνοσων παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων κοξνά νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτις, και η αυτοάνοση θυρεοϊδίτις, ή και πολλές σπάνιες, κυμαίνεται από 5-10%. (►, ►, ►).
Ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα τελούν υπό αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από νεοπλάσματα, λόγω, γενικά, της απορρυθνίσεως του ανοσολογικού τους συστήματος. Έχει αναγνωρισθείότι ο καρκίνος του πνεύμονος προσβάλλει άτομα με συστηματικό ερευθηματώδη λύκο, ρευματοειδή αρθρίτιδα, νόσο του Crohn, ψωρίαση και σαρκοείδωση (►, ►, ►, ►, ►, ►).
Η ΧΑΠ είναι βραδέως εξελισσόμενη πνευμονοπάθεια που χαρακτηρίζεται από μη αναστρέψιμη μείωση της εκπνευστικής ροής, απότοη χρόνιας φλεγμονώδους ανοσοαποκρίσεως σε εισπνεόμενα ερεθιστικά αέρια και επιμερισμένη ύλη (►). Προσβάλλει ~το 10% του ενύηλικος πληθυσμού, Στην πρώιμη φάση, η φλεγμονώδης δραστηριότητα περιορίζεται στους κεντρικότερους αεραγωγούς,
βλέπε: