Όπως προειπώθηκε (εισαγωγή) η σωματική άσκηση/κόπωση προϋποθέτει αύξηση του μεταβολισμού και κατανάλωση ενέργειας, που παρέχεται από πρόσθετη σύνθεση ΑΤΡ, αεροβίως ή αναεροβίως. Επομένως, η κατανάλωση οξυγόνου και η παραγωγή διοξειδίου του άνθρακος αυξάνονται. Η απόδοση των προσαρμογών αυτών εξαρτάται από τη λειτουργική ακεραιότητα πληθώρας παραγόντων, όπως οι αναπνευστικοί μύες, το πνευμονικό παρέγχυμα, το θωρακικό τοίχωμα, η πνευμονική κυκλοφορία, η καρδιά, η συστηματική κυκλοφορία, η ποιότητα κια η ποσότητα του αίματος, και η δομική ακεραιότητα των εργαζόμενων μυών. Ελλείμματα σε οποιονδήποτε από τους παράγοντες αυτούς, ή συνδυασμού τους, μπορεί να προκαλέσει αποκλίσεις στην ανοχή στην άσκηση.
Οι δοκιμασίες κοπώσεως ποικίλλουν ως προς τον τύπο της κοπώσεως, τις ομάδες των μυών που εμπλέκονται, την πολυπλοκότητά τους και τον αριθμό των παραμέτρων που μετριώνται, κατά την διενέργεια τους. Υπό την απλούστερη μορφή, βάδισμα κατά μήκος ενός διαδρόμου μπορεί να θεωρηθεί στα πλαίσια της συνήθους κλινικής εξετάσεως, ενώ, στο άλλο άκρο, η τοποθέτηση αρτηριακής γραμμής και η διενέργεια μετρήσεων αναπνοής-με-αναπνοή, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας κοπώσεως, επιτρέπουν τη λεπτομερή καταγραφή παραμέτρων που εισφέρουν στην εκτίμηση της ανταλλαγής αερίων. Ο τύπος της εξετάσεως που θα προταθεί εξαρτάται από το είδος των πληροφοριών που απαιτούνται.
Μια κλινική δοκιμασία κοπωσεως είναι αναγκαία στη (διαφορο)διαγνωστική προσέγγιση πληθώρας παθολογικών καταστάσεων, οι σημαντικότερες των οποίων καταχωρούνται στον επόμενο πίνακα.
Στις συχνότερες ενδείξεις καρδιοπνευμονικής δοκιμασίας περιλαμβάνεται:
Οι μελέτες αυτές έχουν το πλεονέκτημα να επιτρέπουν την εκτίμηση του ασθενούς κατά την περίοδο της εξελίξεως μιας παθολογικής εκτροπής, αμέσως, πριν εκδηλωθεί με σημεία ή συμπτώματα ή επί εμφανίσεως μορφής δύσπνοιας στη κόπωση, άγνωστης -για την ώρα- αιτιολογίας, που για αναλογία, τουλάχιστον, ασθενών, επισημαίνει σοβαρή διαταραχή του πνευμονικού αερισμού ή, για άλλους, εκτροπή της μηχανικής της αναπνοής. Πέραν των αναπνευστικής εδράσεως παθολογικών διαταραχών, η δοκιμασία κοπώσεως παρέχει πληροφορίες για την ακεραιότητα του καρδιαγγειακού συστήματος. Η σχηματική ποσοτικοποίηση της δοκιμασίας επιτρέπει την αντικειμενική εκτίμηση της ανεπάρκειας, από όπου και αν προέρχεται (πνεύμονες, καρδιά, αγγεία, αίμα, μεταβολισμός), πέραν των όσων η προσεκτική κλινική εκτίμηση μπορεί να εξασφαλίσει.
δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως