Μπλεομυκίνη, θειική

 Αντινεοπλασματικό φάρμακο που δρα παρεμβαλόμενο στα τμήματα γουανοσίνης και κυττοσίνης του DNA, επάγοντας τη δημιουργία ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδομυικώς σε ασθενείς με καρκίνο του όρχεος ή του πέους, λέμφωμα (Hodgkin και μη), επιδερμοειδή καρκίνο δέρματος και κακοήθη πλευριτικά εξιδρώματα. Προκαλεί υπερευαισθησία και διάχυτη διάμεση πνευμονοπάθεια αποτιμούμενη με μείωση της ικανότητας διαχύσεως στον πνεύμονα (σε χορηγήσεις πάνω από 400 mg), μυελοκαταστολή, κυκλοφορικές διαταραχές
 
1. Μηχανισμός δράσεως
Παρεμβάλλεται στα τμήματα γουανοσίνης και κυτοσίνης του DNA. Επάγει τη δημιουργία ελεύθερων ριζών Ο2, που απολήγουν στην αναστολή της συνθέσεως του DNA. Δεν απορροφάται από το βλεννογόνο του στομάχου.
Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνται 30-60 λεπτά, μετά im χορήγηση, που είναι υποτριπλάσιες των συγκεντρώσεων που παρατηρούνται μετά iv έγχυση. Πενήντα% της συνολικής ενδοϋπεζωκοτικής ή ενδοπεριτοναϊκής χορηγήσεως υφίσταται συστηματική απορρόφηση. Κατανέμεται στον ενδο- και εξωκυττάριο χώρο, εμφανίζοντας Vd, 20-30 l. Πολύ μικρή, μόλις 10%, αναλογία του φαρμάκου συνδέεται με πρωτεΐνες πλάσματος.
 Υφίσταται έντονο κυτταρικό μεταβολισμό, ενώ ο μεταβολισμός στο ήπαρ και τους νεφρούς είναι ταχύς, ώστε, αρχικά, ο χρόνος ημιζωής της κυμαίνεται μεταξύ 10-20 λεπτά, με τελική τιμή 24 ώρες. Ο χρόνος ημιζωής παρατείνεται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία ή με ιστορικό προηγηθείσης θεραπείας με σισπλατίνη. Παρατηρείται αξιοσημείωτη καθυστέρηση της αδρανοποιήσεως του φαρμάκου στο δέρμα και τον πνευμονικό ιστό. Πενήντα% της χορηγηθείσης δόσεως αποβάλλεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της αναλλοίωτη από τους νεφρούς.
a.  αντεπιδράσεις
Η φαινοθειαζίνη, η σισπλατίνη, η υπεροξία και η ακτινοβολία μπορεί να ενισχύσουν την κυτταροτοξικότητα της μπλεομυσίνης, είτε επιβραδύνοντας το μεταβολισμό της, είτε καθυστερώντας την απομάκρυνσή της, είτε  ευοδώνοντας τους μηχανισμούς δράσεώς της.
b. Δοσολογία
Χορηγείται δοκιμαστική δόση 1-2 ΙU, im ή διαλυμένη σε 50 ml NS, iv, για διάστημα 15 λεπτών και παρακολούθηση του ασθενούς επί 1 ώρα, πριν από την κανονική χορήγηση, ιδίως σε ασθενείς με λέμφωμα.
Η συνήθης θεραπευτική δόση επί σχημάτων μονοθεραπείας είναι 10-20 U/m2, σε iv ή im έγχυση, 1 ή 2 φορές την εβδομάδα. Σε συνδυασμένες χορηγήσεις, δίνεται σε δόση 3-4 U/m2, im ή iv. Σε σχήματα συνεχούς εγχύσεως χορηγούνται 15 U/m2/ημέρα (5.75 mg/m2/ημέρα).
Χορηγείται ενδοϋπεζωκοτικώς σε δόση, συνήθως, 60-90 U/m2, διαλυμένη σε 50 ml NS και ενδοπεριτοναϊκώς σε δόση 60-150 U/m2, σε 1000 ml NS.
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια επιβάλλονται τροποποιήσεις:
Κάθαρση κρεατινίνης: >30: χορηγείται 100% της δόσεως, 20-30: χορηγείται 50% της δόσεως, <20: χορηγείται 40% της δόσεως.
c. Είναι συμβιβαστή με την αλλοπουρινόλη, τη σεφεπίμη, την κυκλοφωσφαμίδη, τη δεξαμεθαζόνη, τη διφαινυδραμίνη, τη δοξορουμπικίνη, τη φλουορακίλη, τη γενταμικίνη, την ηπαρίνη, την υδροκορτιζόνη, τη λευκοβορίνη, τη μεθοτρεξάτη, τη μιτομυκίνη, τη φαινυντοΐνη, το NS (0.9%), την τομπραμυκίνη, τη βινπλαστίνη, τη βινκριστίνη και ασυμβίβαστη με το ασκορβικό οξύ, τα αμινοξέα, τη σεφαζολίνη, τη διαζεπάμη, τη φουροσεμίδη, τα μίγματα μεθοτρεξάτης και μιτομυκίνης, την πενικιλλίνη-G και τη θειϊκή τερμπουταλίνη.
d. Ανεπιθύμητες δράσεις
Υπερευαισθησία: Οι αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις στη μπλεομυσίνη, όπως πυρετός με ή χωρίς ρίγη και υπόταση είναι σπάνιες, αλλά συμβαίνουν συχνότερα (1-8%) στους ασθενείς με λέμφωμα. Στους ασθενείς με λέμφωμα πρέπει να εκτελείται δοκιμαστική χορήγηση 2 U πριν από κάθε μια από τις πρώτες δύο λήψεις του φαρμάκου. Επί αρνητικής εκβάσεως της δοκιμασίας μπορεί να δοθεί το φάρμακο.
i. Δερματικές διαταραχές: Υπέρχρωση του δέρματος, ερύθημα, οίδημα και πλήρης ή ατελής αλωπεκία.
ii. Αναπνευστικές διαταραχές: κυψελιδική βλάβη σπάνια. Εκδηλώνεται με ξηρό βήχα, δύσπνοια, ρεγχάζοντες ήχους και διάχυτα οζώδη εξιδρώματα στην ακτινογραφία θώρακος. Τα φαινόμενα επιτείνονται με συγχορήγηση υψηλών δόσεων Ο2 .  Ο πλέον κατάλληλος δείκτης αποτιμήσεως του κινδύνου αναπτύξεως τοξικών παρενεργειών από τους πνεύμονες μετά μπλεομυσίνη είναι ο έλεγχος της ικανότητας διαχύσεως του CO (TLCO).
iii. Οι τοξικές επιπτώσεις της μπλεομυσίνης στον πνεύμονα εξαρτώνται από την ηλικία (>70 ετών) και τη συνολικά χορηγηθείσα (>400 mg ) ποσότητα του φαρμάκου. Σε νεαρούς ασθενείς αναπτύχθηκε πνευμονική ίνωση, ακόμη και μετά συνολική χορήγηση μικρότερη των 200 mg μπλεομυσίνης.
iv. Καρδιαγγειακές διαταραχές: Έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και φαινόμενο Reynold, αλλά οι επιπλοκές αυτές είναι σπάνιες.

Αιματολογικές διαταραχές: μυελοκαταστολή (σπάνια).