Το δευτερεύον λοβίδιο είναι η λειτουργική μονάδα του αναπνευστικού συστήματος. και αποτελεί το κλειδί της ορολογίας της ΗRCT. Η διάμετρός των δευτερευόντων λοβιδίων ποικίλλει, μεταξύ 1-2.5 cm, Έχουν σχήμα πολυεδρικό, αφορίζονται από ινώδες διάφραγμα, το διαλοβιδιακό διάφραγμα, που αποτελεί συνέχεια των περιβογχαγγειακών ελύτρων (αξονικός συνδετικός ιστός) και τον υπεζωκότα. Τα διαλοβιαδιακά διαφράγματια είναι πολύ λεπτά, πάχους 100-300 μm (0.1-0.2 χιλ), ώστε μόλις διακρίνονται με την τεχνική της ΗRCT χάρη στη μεγάλη απορροφητικότητα ακτινοβολίας που παρουσιάζουν, σχετικά με την αεροπλήθεια των παρακείμενων αεροχώρων, που αφορίζουν. Η αναγνώρισή τους είναι πολύ ευκολότερη στο ανατομικό παρασκεύασμα, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του πνεύμονα, κοντά στον υπεζωκότα και τις πλευροδιαφραγματικές γωνίες.
Κάθε δευτερεύον λοβίδιο εμπεριέχει περίπου 12 βοτρύδια και 30-50 πρωτεύοντα λοβίδια. Κάθε δευτερεύον λοβίδιο τροφοδοτείται από ένα τελικό βρογχιόλιο και ένα κλάδο πνευμονικής αρτηρίας. Παροχευτεύονται από τις πνευμονικές φλέβες που συρρέουν στην περιφέρεια του λοβιδίου και διέρχονται μέσα από τα διαφραγμάτια. Αναγνωρίζονται δύο ομάδες λεμαγγείων. η πρώτη ομάδα διατρέχει παράλληλα με τις αρτηρίες στο περιβρογαγγειακό έλυτρο και η άλλη στα διαλοβιδιακά έλυτρα και παροχευτεύεται στο υπολέύριο πλέγμα. Τα βοτρύδια, μέσα στο δευτερεύον λοβίδιο διαχωρίζονται μεταξύ τους από ένα ασθενέστερα υποσημαινόμενο δίκτυο υποστηρικτικού συνδετικού ιστού που σχηματίζει τα ενδολόβίδια διαφραγμάτια.
Η ροή στην απότερη περιοχή των βοτρυδίων είναι τυχαία κίνηση κατά Βrown, γι αυτό και η περιοχή αυτή ονομάζεται "σιωπηρή ζώνη" του πνεύμονος, επειδή τα μόρια του αέρος προωθούνται από περιοχές με μεγαλύτερη μερική πίεση, σε περιοχές με μικρότερη, συγκρουόμενα μεταξύ τους και δεν υπάρχει ωθούσα πίεση, όπως στους μεγαλύτερους αεραγωγούς.