Η παρατήρηση ότι μέρος μόνο των ακτινολογικά αναγνωρισμένων περιπτώσεων ακτινικής πνευμονίας συντρέχουν με συμπτωματική νόσο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίτωσή της είναι μεγαλύτερη, αν χρησιμοποιούνται α τκινολογικά κριτήρια, μάλλον, παρά κλινικά. Αντίθετα, η χρήση κλινικών κριτηρίων για τη διάγνωση της ακτινικής πνευμονίας, απολήγει στη μείωση του επιπολασμού της. Η επίπτωση της μετακτινικής πνευμονίας μετά ακτινοβολία κυμαίνεται από 1-34%. Η επίπτωση εξαρτάται από δοσιμετρικούθς παράγοντες και τηον τύπο του όγκου (πίνακας 3). Η ακτινική πνευμονία είναι ασυνήθης επί καρκίνου του μαστού, όταν η ακτινοθεραπεία περιορίζεται στο θωρακικό τοίχωμα ή όταν ακολουθεί συντηρητική χειρουργική επέμβαση, διατηρίσεως του ματού. Εν τούτοις, η συμπερίληψη της υπερκλείδιας πτυχής, της μασχαλιαίας κοιλότητας, και των πνευμονικών κορυφών απολήγει σε αύξηση της επιπτώσεως από 1.4% σε 3.9%. Η συμπρίληψη ευρύτερων λεμφαδενικών ομάδων, επί λεμφώματος Hodgkin συνοδύεται από ακτινική πνευμονία περίπου στο 5%. Επομένως, η μακροπερίοδη παρακολούθηση ασθενών με λέμφωμα θεραπευθέντων με ακτινοβολίες εμφανίζουν μη σημαντικές διαταραχές στην ικανότητα διαχύσεως στους πνεύμονες και της ολικής πνευμονικής χωρητικότητας. Η ακτινοθεραπεία, ως μονοθεραπεία προκάλεσε μετακτινική πνευμονία, στο 3% των 590 ασθενών με λέμφωμα, ενώ η συγχορήγηση χαημιεοθεραπείας, απέληξε σε αύξηση της επιπτώσεως της μετακτινικής πνευμονίας στο 11%.
Κατανοείται ότι ο κίνδυνος μετακτινικής ινώσεως αυξάνεται, σημαντικά, ανάλογα με την έκταση της ακτινοβολούμενης περιοχής και της ενδεχόμενης συγχορηγήσεως χημειοθεραπείας.