Η υπεζωκοτική κοιλότητα ορίζεται από το περίτονο και περισπλάχνιο πέταλο του υπεζωκότος.
Περιέχει μικρή ποσότητα πλευριτικού υγρού, που ασκεί επιφανειακή τάση, που διατηρεί το θώρακα και τους πνεύμονες σε συνάφεια και επιτρέπει την ευχερή μεταξύ τους διολίσθηση. Κατά μήκος του θωρακικού τοιχώματος, η πίεση αντιτίθεται στην εισπνευστική τάση που επιβάλλει η πίεση ελαστικής επαναφοράς του θωρκικού τοιχώματος, ενώ επί των πνευμόνων η πίεση αντιτίθεται την εκπνευστική πίεση ελαστικής επαναφοράς. Έτσι, αναπτύσσεται η διαθωρακική πίεση, άθροισμα των προηγουμένων, που διατηρούν τους πνεύμονες και το θωρακικό τοίχωμα σε κατάσταση αμοιβαίας ισορροπίας. Η θέση αυτή αντιστοιχεί με το επίπεδο της ήρεμης εκπνοής, FRC.
Συσχετισμός πιέσεων στο αναπνευστικό σύστημα: Τα προς τα έξω βέλη, απεικονίζουν τη συνεχή εισπνευστική τάση του θωρακικού τοιχώματος, ενώ τα προς τα έσω, τη συνεχή εκπνευστική τάση του πνευμονικού παρεγχύματος.
Αν όμως προκληθεί επικοινωνία της υπεζωκοτικής κοιλότητας με την ατμόσφαιρα, μέσω διατιτραίνοντος τραύματος στις κυψελίδες ή στο θωρακικό τοίχωμα, επέρχεται ταχύτατη ισορροπία μεταξύ των δρώντων δυνάμεων, με αποτέλεσμα η πίεση ελαστικής επαναφοράς του θωρακικού τοιχώματος, το ωθεί σε έκπτυξη, ενώ η πίεση ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες, τους ωθεί σε σύμπτυξη.
Επομένως, πως επιτελείται η έκπτυξη /διάταση των κυψελίδων; Υπάρχει μια διατείνουσα τις κυψελίδες πίεση (που, επομένως, είναι εισπνευστική), που ορίζεται ως διαφορά μεταξύ της ενδοϋπεζωκοτικής πιέσεως και της ενδοκυψελιδικής πιέσεως. Οι πιέσεις αυτές μεταβάλλονται, ανάλογα με την αναπνευστική φάση, κατ΄αντίθετη φορά. Η ασυμετρία αυτή έχει συνέπειες στην πνευημονική διατασιμότητα.
Κατά την εισπνοή (à533), ο θώρακας και οι πνεύμονες μεγεθύνονται. Παροδικά, με εφαρμογή του νόμου Βoyle, η διαπνευμονική πίεση μειώνεται, καθιστάμενη μικρότερη της ατμοσφαιρικής, ώστε άερας ωθείται προς τις κυψελίδες, μέχρις ότου εξισορροπηθεί η διαφορά πιέσεως. Στην αρχή κια το τέλος της εισπνοής, δεν υπάρχει διαφορά πιέσεως. Εάν υπήρχε, τότε θα παρατηρείτο ροή και δεν θα υπήρχε ισορροπία. Εισπνοή παράγεται μόνο όταν ο θώρακας κινείται ενεργητικά, διατεινόμενος, οπότε δημιουργείται διαφορά πιέσεως στην υπεζωκοτική κοιλότητα (που μειώνεται περίπου κατά -7 μονάδες), στο τέλος της εισπνοής, έτσι, που διατηρεί τις κυψελίδες διατεταμένες και, στο εσωτερικό τους, διαφορά πιέσεως, σε σχέση με την πίεση στους ανοικτούς αεραγωγούς, ώστε εισρέει αέρας. Στο τέλος της εισπνοής, η ενδοϋπεζωκοτική πίεση μεταβάλλεται στο μέτρο της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς στις κυψελίδες. Η εισπνοή ελέγχεται από ενεργητικές συσπάσεις του διαφράγματος, των έξω μεσοπλευρίων μυών, και των βοηθητικών μυών της εισπνοής (των αυχενικών μ.).
Κατά την εκπνοή (à539), παρατηρούνται αντίθετα φαινόμενα. Λόγω του ότι οι αντιστάσεις ροής στους αεραγωγούς έχουν υποβαθμιστεί, στη φάση αυτή, μικρή παροδική μεταβολή στην κυψελιδική πίεση, έχει σημαντική επίδραση στην κατεύθυνση και το μέτρο της ροής. Υπενθυμίζεται ότι η ήρεμη εκπνοή είναι παθητική διαδικασία. Η χαλάρωση των αναπνευστικών μυών επιτρέπει την αποκατάσταση της ελαστικής παραμορφώσεως των δομικών στοιχείων του βοτρυδίου, να συντελέσει την ήρεμη εκπνοή. Έτσι, κατά την εκπνοή, οι εισπνευστικοί μύες χαλαρώνουν, ο θωρακικός όγκος μειώνεται, η ενδοθωρακική πίεση αυξάνεται και δημιουργείται ροή αέρος, προς την έξοδο, όπου η πίεση είναι χαμηλότερη (ατμοσφαιρική).
Επί βίαιης εκπνοής (à540), συσπώνται οι έσω μεσοπλεύριοι μύες, το χαλαρό διάφραγμα ωθείται μέσα στη θωρακική κοιλότητα, από τη σύσπαση των κοιλιακών μυών.