Υπεζωκοτικές συλλογές

Διάφοροι φαρμακολογικοί παράγοντες μπορεί να προκαλέσουν πλευριτικές συλλογές ή παχυπλευριτικές αλλοιώσεις. Συχνά, μάλιστα, οι πλευριτικές συλλογές μπορεί να συνοδεύουν διάμεσες αλλοιώσεις, επαγόμενες από φαρμακευτικούς παράγοντες.

1. Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

Η  πλευριτική συλλογή είναι συχνή, ως μέρος του συνδρόμου "από φάρμακα επαγόμενος ΣΕΛ" και προκαλείται συχνότερα από την προκαϊναμίδη, την υδραλαζίνη, την ισονιαζίδη, την χλωροπρομαζίνη και τη διφαινυλοϋδαντοΐνη. Το σύνδρομο προκαλείται από τις αντεπιδράσεις των φαρμακευτικών παραγόντων και των μεταβολικών τους παραπροϊόντων με πυρηνικά υλικά προς σχηματισμό ΑΝΑ. Σχεδόν πάντα τα αντιπυρηνικά αντισώματα ευρίσκονται σε υψηλούς τίτλους, όπως και επί συστηματικού ερυθηματώδους λύκου που δεν οφείλεται σε αντεπιδράσεις φρμάκων, όπως σταθερά είναι και τα ευρήματα της αναιμίας, της λευκοπενίας και της θρομβοκυτοπενίας. Αντίθετα, ο ΣΕΛ που οφείλεται σε αντεπιδράσεις φαρμάκων με πυρηνικό υλικό δε συνοδεύεται με εξάντληση του συμπληρώματος και αυτό αποτελεί ένα κλινικά αξιοποιήσιμο διακριτικό. 'Αλλοι παράγοντες, όπως η καρβαμαζεπίνη και η μεθυλντόπα προκαλούν, σπανιότερα όμως, λυκοειδές σύνδρομο, χωρίς αύξηση των ΑΝΑ. Οι νεφροί προσβάλλονται σπανιότερα επί επαγόμενου από φάρμακα ΣΕΛ παρά επί συνήθους ΣΕΛ. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι, οι πλευριτικές συλλογές που προκαλούνται επί διαφόρων μορφών ΣΕΛ μπορεί να οφείλονται σε άλλους παθογενετικούς μηχανισμούς, όπως η επινέμηση της καρδιάς, των νεφρών κλπ. και δεν είναι υποχρεωτικό παράγωγο της τοπικής προσβολής του υπεζωκότος. Η πνευμονική εμβολή μπορεί να είναι επιπλοκή του ΣΕΛ και να εκδηλώνεται και με πλευριτική συλλογή. 

Εκτός από τα φάρμακα που προκαλούν πλευριτικές συλλογές με μηχανισμούς παρόμοιους με εκείνους επί ΣΕΛ, εντοπίζονται άλλα φάρμακα, όπως η φουραντοΐνη, η βρωμοκρυπτίνη και η αμιοδαρόνη, που προκαλούν πλευροπνευμονικά σύνδρομα, ενώ άλλα, όπως η μεθισεργίδη, προσβάλλουν μόνο τον υπεζωκότα.  Η μεθισεργίδη, ιδιαίτερα, ενοχοποιείται ότι προκαλεί οπισθοπεριτοναϊκή και μεσοθωρακική ίνωση, χωρίς ευρήματα ινώσεως σε άλλες περιοχές. Διακοπή του φαρμάκου μπορεί να επιφέρει πλήρη λύση της πλευριτικής συλλογής ή της ινώσεως.

Πολλά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν τη συγκέντρωση ελεύθερου υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα, με ή χωρίς ηωσινοφιλία. Παράγεται ορώδες ή, σπανιότερα, αιμορραγικό εξίδρωμα, που συνοδεύει την πνευμονική τοξικότητα από φάρμακα όπως η αμιοδαρόνη, η μρθοτρεξάτη, η νιτροφουραντοΐνη ή φάρμακα εργοταμίνης. Η διακοπή των υπεύθυνων φαρμάκων ακολουθούνται από αργή υποχώρηση του εξιδρώματος. Η μακροπερίοδη έκθεση σε φάρμακα εργοταμίνης, όπως η βρωμοκρυπτίνη,ή νισεργολίνη, η μεθυσεργίδη, επάγουν την  αμφοτερόποευρη ανάπτυξη πλευριτικής παχύνσεως και ινοθώρακος που καταλείπει μείωση της αναπνευστικής λειτουργίας. Η προηγούμενη έκθεση σε αμίαντο επειδιενώνει τον κίνδυνο αυτόν. Στις αιτιάσεις των ασθενών περιλαμβάνονται η δύσπνοια, η πλευρωδυνία, και μια εν τω βάθει αίσθηση στο θώρακα. Μερικές φορές εντοπίζεται ήχος πλευριτικής τριβής, που ακούγετια με την έμμεση ακρόαση ή και συνειδητοποιείται από τον ίδιο τον ασθενή. Συχνά, την κατάσταση συνοδεύει συμφορητική καρδιοπάθειεα. Η εικόνα αναπτύσσεται βραδέως, σε διάστημα μερικών μηνών ή και ετών. Απεικονιστικά διαπιστώνεται εκσημασμένη πάχυνση του υπεζωκότος που εκτείνεται από τις βάσεις μέχρι τις κορυφές, ενώ εντοπίζονται υποκείμενες περιοχές πτυχώσεως των πνευμόνων και στρόγγυλες ατελεκτασίες. Οι μεταβολές αυτές απεικονίζ0ονται καλύτερα στην αξονική τομογραφία, επί της οποίς μπορεί, επιπλέον, να διακριθεί πάχυσνη του περικαρδίου ή περικαρδιακή συλλογή.

Από τις δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, συνήθως αναγνωρίζεται περιοριστικού τύπου μεγάλη μείωση της ικανότητας αερισμού και ενίοτε υποξαιμία και υπερκαπνία.

Η διακοπή του υπεύθυνου φαρμακολογικού παράγοντος ακολουθείται από βραδεία και, συνήθως, ατελή λύση της εικόνας. Πλέον του 1/3 των ασθενών υπό αναστολείς της κινάσης της τυροσίνης, όπως η δασατινίβη, εμφανίζουν πλευριτικά εξιδρώματα και ιστική λεμφοκυτάρωση, που υποδηλώνει φλεγμονώδη, ανοσολογικής  βάσεως μηχανισμό, μάλλον, παρά κατακράτηση υγρών. Οι υπεζωκοτικές αυτές συλλογές συνήθως υπσοτρέφονται με τη διακοπή ή/και μείωση της δίοσεως του φαρμάκου.