Η καρδιακή ανεπάρκεια που παράγεται από συστολική δυσλειτουργία, γενικά, αναγνωρίζεται ευχερέστερα, και αποτελεί το 60% του συνόλου των περιπτώσεων καρδιακής ανεπάρκειας. Το πλείστον των περιπτώσεων αυτών αποτελούν τελικά στάδια στεφανιαίας νόσου, είτε με ιστορικό εμφράγματος ή χρόνιας υποαιματώσεως του μυοκαρδίου. Στους περισσότερους ασθενείς οι δύο καταστάσεις συνυπάρχουν. Στις λοιπές περιπτώσεις συγκαταλέγονται η ιδιοπαθής διαταταική μυοκαρδιοπάθεια, βαλβιδοπάθειες, υπερτασική καρδιοπάθεια, επαγόμενη από τοξίνες μυοκαρδιοπάθεια (π.χ., μετά θεραπεία με κυτταροτοξικά, όπως η doxorubicin, herceptin, ), o αλκοολισμός και οι σύμφυτες καρδιοπάθειες. Η δεξιά συστολική καρδιακή ανεπάρκεια είναι συνήθως απότοκη αριστερής συστολικής καρδιακής δυσλειτουργίας.
Aπλουστευτικά, μπορεί να θεωρηθεί ως διαταραχή της εξωθητικής λειτουργίας. Χαρακτηρίζεται από μείωση του κλάσματος εξωθήσεως (κάτω του 45%). Η κοιλιακή συσταλτικότητα έχει διαταραχθεί και είναι ανεπαρκής για την εξασφάλιση επαρκούς όγκου παλμού, απλήγοντας σε ανεπαρκή καρδιακή εξώθηση. Είναι αποτέλεσμα λειτουργικής ανεπάρκειας ή καταστροφής των μυικών ινών ή των μοπριακών τους συστατικών. Επί σύνφυτων διαμαρτριών, όπως η μυική δυστροφία Duchene,
Α. αριστερή συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. έμφραγμα οπισθίου τοιχώματος, που απολήγει σε συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Β. υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια και διαταραχή χαλάσεως.