[βλ.: μηχανική της κυψελίδας]. Ενώ η ήρεμη εισπνοή είναι ενεργητική λειτουργία και συντελείται με τη σύσπαση των έξω μεσοπλευρίων μυών και του διαφράγματος, η ήρεμη εκπνοή είναι παθητική λειτουργία και επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση δυνάμεων που είχαν αποθηκευτεί λόγω της ελαστικής παραμορφώσεως των ιστών κατά την εισπνοή, που προηγήθηκε. Με την αύξηση του αερισμού, ενεργοποιούνται οι βοηθητικοί αναπνευστικοί μύες, δηλαδή ο στερνοκλειδομαστοειδής, ο τραπεζοειδής και ο πρόσθιος σκαληνός μυς, που ενισχύουν την εισπνοή και οι κοιλιακοί μύες και οι έσω μεσοπλεύριοι που ενισχύουν τη βίαιη εκπνοή. Κατά την εισπνοή, η ενεργοποίηση των εισπνευστικών μυών ανεγείρει τις πλευρές και το στέρνο, αυξάνοντας, έτσι, την πλάγια και προσθιοπίσθια διάμετρο του θώρακος, ενώ με τη σύσπαση του διαφράγματος επιπεδώνονται οι θόλοι του και ανασπώνται οι κατώτερες πλευρές. Ο όγκος του θωρακικού κλωβού αυξάνεται και η ενδοθωρακική πίεση γίνεται περισσότερο αρνητική (Pατοσφαιρική>PPl), έτσι, ώστε προκαλείται εισροή αέρος στους αεραγωγούς και στις κυψελίδες και διάταση του πνεύμονος, που διαρκεί όσο η διαφορά των δύο πιέσεων είναι θετική. Η εισπνευστική προσπάθεια εξελίσσεται με ή χωρίς τη συμμετοχή του διαφράγματος. Στην πρώτη περίπτωση, προκαλείται συμπίεση και αύξηση της πιέσεως των ενδοκοιλιακών σπλάγχνων, ενώ στη δεύτερη, το διάφραγμα παρακολουθεί παθητικά και η κοιλιακή πίεση υφίσταται μεταβολές, παράλληλες με τις μεταβολές της ενδοθωρακικής πιέσεως. Μετά τη συμπλήρωση της εισπνοής, οι εισπνευστικοί μύες χαλαρώνουν, το αναπνευστικό σύστημα οδεύει στην κατάσταση ηρεμίας και η πίεση ελαστικής επαναφοράς αναλαμβάνει την εξέλιξη της εκπνοής.
Κατά την ήρεμη εκπνοή, δεν καταναλώνεται ενέργεια, αλλά η εκπνοή επιτελείται παθητικά, εκτός και εάν έχουν ενεργοποιηθεί οι εκπνευστικοί μύες. Οι εκπνευστικοί μύες ενεργοποιούνται σε αερισμό μεγαλύτερο των 20 l/min. Η υπεύθυνη για την ήρεμη εκπνοή δύναμη ελαστικής επαναφοράς έχει αποθηκευτεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εισπνοής, με τη μορφή της ελαστικής παραμορφώσεως των ελαστικών και κολλαγονικών στοιχείων του πνευμονικού παρεγxύματος. Οσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη ελαστικής επαναφοράς, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πνευμονικός όγκος και τόσο αρνητικότερη η ενδοθωρακική πίεση. Οι παραγόμενες ροές αέρος, κατά μήκος των ενδοπνευμονικών και εξωπνευμονικών αεραγωγών εξαρτώνται όχι μόνο από τις αναπτυσσόμενες πιέσεις και τους πνευμονικούς όγκους, αλλά και από τις φυσικές ιδιότητες των πνευμόνων, όπως η ελαστικότητα και οι ασκούμενες στις επιφάνειες των κυψελίδων δυνάμεις επιφανειακής τάσεως.
Υπό δυναμικές συνθήκες, επεμβαίνουν πολύπλοκοι παράγοντες, όπως οι αντιστάσεις στη ροή και οι δυνάμεις συνοχής. Οι αντιστάσεις ροής, πάλι, εξαρτώνται από τη γλοιότητα του εισπνεόμενου μίγματος αέρος, τη διάμετρο του αεραγωγού και τον τύπο της ροής, δηλαδή, εάν πρόκειται περί γραμμικής ροής (όπως στους μικρούς, περιφερικούς αεραγωγούς) ή περί στροβιλώδους ροής (όπως στους μεγάλους, κεντρικούς αεραγωγούς και μπροστά στους διχασμούς των βρόγχων).
Η κλίση της γραμμής που συ-σχετίζει τη μεταβολή του πνευμονικού όγκου, την οποία συνεπάγεται η κατά μία μονάδα μεταβολή της πιέσεως, εκφράζει τη διατασιμότητα των πνευμόνων και εκφέρεται σε μονάδες l/cm Η2Ο. Προσδιορίζει πόσο ευένδοτοι ή ανένδοτοι είναι οι πνεύμονες, το θωρακικό τοίχωμα ή ολόκληρο το σύστημα. Η πνευμονική διατασιμότητα δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται, όχι μόνο σε παθολογικές, αλλά και σε φυσιολογικές καταστάσεις, ανάλογα με τον αμέσως προ της μετρήσεως πνευμονικό όγκο και τον τρόπο που έχει προέλθει, δηλαδή εάν το σύστημα ευρίσκεται σε διαδικασία εισπνοής ή εκπνοής. Στους μικρούς πνευμονικούς όγκους, η διατασιμότητα του πνεύμονος είναι μεγάλη, εφ΄όσον απαιτείται εφαρμογή μικρής πιέσεως για να επιτευχθεί μεγάλη σε όγκο μεταβολή. Αντίθετα, στους μεγάλους πνευμονικούς όγκους, όπως κοντά στο επίπεδο της TLC, μικρή μεταβολή όγκου, συνεπάγεται μεγάλη μεταβολή πιέσεως, ώστε οι πνεύμονες είναι σχετικά άκαμπτοι.
Ο εισπνεόμενος αέρας προωθείται μέσω διαδοχικών γενεών αεραγωγών, κινούμενος με συμβατική ροή, με δαπάνη ενέργειας, όπως περιγράφτηκε προηγουμένως. Στο βοτρυδιακό επίπεδο, ο εισερχόμενος αέρας αναμιγνύεται με τον ήδη υπάρχοντα εκεί, κυψελιδικό αέρα. Στο βοτρυδιακό επίπεδο, η μεταβίβαση του αέρα γίνεται με παθητική, κατά Brown, μοριακή διάχυση.
Οποιαδήποτε παθολογική κατάσταση που προκαλεί διαταραχή της φυσιολογικής εξελίξεως της μοριακής διαχύσεως, προκαλεί διαταραχή στην αναπνευστική λειτουργία και μείωση της αποτελεσματικότητας της ανταλλαγής αερίων στην κυψελιδοτριχοειδική μεμβράνη. Μεταξύ των διαταραχών αυτών, πρέπει να σημειωθούν η αύξηση της αποστάσεως που πρέπει να διανυθεί με διάχυση όπως πχ., συμβαίνει επί κεντροβοτρυδιακού εμφυσήματος, όπου η καταστροφή των κυψελιδικών τοιχωμάτων απολήγει στη διαμόρφωση ευρύτερων αεροχώρων ή στην κατάργηση της ομοιογένειας της περιοχικής κατανομής αερισμού, που προκαλείται από παθήσεις των μικρών αεραγωγών και των βρόγχων.
βλεπε: