διάγνωση. Η διάγνωση (&) μπορεί, ενίοτε να προαχθεί σε κλινική βάση, ιδιαίτερα επί νεόυ ατόμου με τα κλασικά ευρήματα όπως το οζώδες ερύθημα και η αμφοτερόπλευρη πυλαία λεμφαδενίτιδα. Σε λιγότερο τυπικές περιπτώσεις, διαγνωστική συνεισφορά αναμένεται από τη βιοψία προσιτής βλάβης. Η διαβρογχική βιοψία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη κια μπορεί να συνδυαστεί με λήψη βρογχοκυψελιδικών εκπλυμάτων, από τα οποία αναδεικνύεται κυψελιδίτιδα, χαρακτηρισμένη με Τ4 επικουρικά λεμφοκύτταρα. Μερικές φορές αναγκαιοί η διενέργεια μεσοθωρακοσκοπήσεως για λήψη βιοπτικού δείγματος από λεμφαδένες μεσοθωρακίου, προκειμένου να διακριθεί από άλλες λεμφοπαργωγικές νόσους, όπως το λέμφωμα. ΤΑ ιστγολογικά χαρακτηριστικά πρέπει να συγκριθούν με τα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα επειδή στερούνται διαγνωστικής αξάις καθώς άλλες παθήσεις/νόσοι μπορεί να εμφανίζουν παρόμοια ευρήματα. Το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης ευρίσκεςται αυμημένο στον ορό των 2/3 των ασθενών με ενεργό σαρκοείδωση, αλλά η δοκιμασία αυτή έχει χαμηλή ειδικότητα κι ευαισθησία και είναι, επομένως, χαμηλκής διαγνωστικής αξίας.
δοκιμασία Kveim
Η δερματική δοκιμασία εκτελείται με την ενδοδερμική έγχυση αποστειρωμένου διαλύματος σπληνικού εκχυλίσματος ασθενών με σαρκοείδωση και την ανάγνωση του αποτελέσματος σε 28-45 ημέρες. Κατά τη θετική έκβαση της δοκιμασίας, δημιουργείται 'σκληρία', η ιστολογική εξέταση της οποίας αποκαλύπτει ότι πρόκειται περί κοκκιώματος. Λόγω της ελλείψεως προτυποποιημένων παρασκευασμάτων, η παρατεταμένη περίοδος αναμονής των αποτελεσμάτων και οι δυνητικοί κίνδυνοι από την ένεση ανθρώπιου υλικού έχουν καταστήσει τη μέθοδο μη δημοφιλή.